-
1 εριθευομαι
добиваться любыми средствами политического успеха, пускать в ход всяческие махинации, интриговать -
2 ἐρῑθεύομαι
ἐρῑθεύομαι, dep. med. (das act. bei Hel. 1, 5 Schol. Soph. Ai. 832 Hes.), für Lohn arbeiten, tagelöhnern, LXX.; übh. arbeiten, im act., Hel. 1, 5. Von Obrigkeiten, Richtern u. dgl., Etwas um eines Gewinnes willen thun, sich bestechen lassen, = δεκάζεσϑαι, Suid. – Um Gunst buhlen, Ehrenstellen erschleichen, Arist. Pol. 5, 3. Die VLL. führen es auch für streiten an. S. ἐριϑεία.
-
3 ἐρῑθεύομαι
ἐρῑθεύομαι, für Lohn arbeiten, tagelöhnern; übh. arbeiten. Von Obrigkeiten, Richtern u. dgl.: etwas um eines Gewinnes willen tun, sich bestechen lassen. Um Gunst buhlen, Ehrenstellen erschleichen -
4 ἐριθεύομαι
V 0-0-0-0-2=2 Tob 2,11to serve, to work for hire -
5 ἐριθεύομαι
II of public officers or characters, canvass, intrigue for office,οἱ ἐριθευόμενοι Arist.Pol. 1303a16
; cf. ἐξεριθεύομαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐριθεύομαι
-
6 κατ-ερῑθεύομαι
κατ-ερῑθεύομαι, streiten gegen Einen, durch List u. Ränke besiegen, Suid.
-
7 ἐξ-ερῑθεύομαι
ἐξ-ερῑθεύομαι τοὺς νέους, durch Umtriebe u. Bestechungen die Jugend für sich gewinnen, Pol. 10, 25, 9.
-
8 ηριθευμένων
ἐριθεύομαιserve: perf part mp fem gen plἐριθεύομαιserve: perf part mp masc /neut gen pl -
9 ἠριθευμένων
ἐριθεύομαιserve: perf part mp fem gen plἐριθεύομαιserve: perf part mp masc /neut gen pl -
10 εξεριθευομαι
-
11 εριθευομένης
-
12 ἐριθευομένης
-
13 εριθευομένους
-
14 ἐριθευομένους
-
15 εριθευόμενος
-
16 ἐριθευόμενος
-
17 εριθεύει
-
18 ἐριθεύει
-
19 εριθεύεσθαι
-
20 ἐριθεύεσθαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εριθεύομαι — ἐριθεύομαι (Α) [έριθος] (αποθ. κυρίως το ενεργ. σπάνιο και μεταγενέστερο) 1. εργάζομαι με μισθό, υπηρετώ κάποιον με αμοιβή 2. με δόλια μέσα επιδιώκω δημόσια θέση, επιζητώντας την επιδοκιμασία τού όχλου («ὅτι ᾑροῦντο τοὺς ἐριθυομένους», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
ἠριθευμένων — ἐριθεύομαι serve perf part mp fem gen pl ἐριθεύομαι serve perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθευομένης — ἐριθεύομαι serve pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθευομένους — ἐριθεύομαι serve pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθευόμενος — ἐριθεύομαι serve pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθεύει — ἐριθεύομαι serve pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθεύεσθαι — ἐριθεύομαι serve pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠριθεύετο — ἐριθεύομαι serve imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έριθος — ἔριθος, ὁ, ἡ (Α) 1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο 2. μτγν. αἱ ἔριθοι εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι») 3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
εξεριθεύομαι — ἐξεριθεύομαι (Α) [εριθεύομαι] δελεάζω, παραπλανώ … Dictionary of Greek
εριθεία — ἐριθεία, ἡ (AM) [εριθεύομαι] αρχ. μσν. εγωιστική φιλοδοξία, δοξομανία, χωρίς ηθικό φραγμό («ὅπου γάρ ζήλος και ἐριθεία, ἐκεῑ ἀκαταστασία καὶ πᾱν φαῡλον πρᾱγμα», ΚΔ) αρχ. 1. εργασία με μισθό 2. επιδίωξη πολιτικού αξιώματος δημόσιας θέσης,… … Dictionary of Greek