-
1 κατ-ερῑθεύομαι
κατ-ερῑθεύομαι, streiten gegen Einen, durch List u. Ränke besiegen, Suid.
-
2 κατερῑθεύομαι
κατ-ερῑθεύομαι, streiten gegen einen, durch List u. Ränke besiegen
См. также в других словарях:
κατεριθεύομαι — (Α) νικώ, καταβάλλω με δολοπλοκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐριθεύομαι «επιδιώκω με δόλια μέσα δημόσια θέση»] … Dictionary of Greek