Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐρευθαλέος

См. также в других словарях:

  • ερευθαλέος — ἐρευθαλέος, η, ον ερυθρός, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρευθος + επίθημα αλέος (πρβλ. γηρ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • ἐρευθαλέη — ἐρευθαλέος ruddy fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευθαλέην — ἐρευθαλέος ruddy fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευθαλέης — ἐρευθαλέος ruddy fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευγαλέος — λευγαλέος, α, ον (Α) 1. (για πρόσ.) δυστυχής, αξιολύπητος («πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι», Ομ. Οδ.) 2. (για καταστάσεις ή αφηρημένες έννοιες) οικτρός, θλιβερός, λυπηρός («λευγαλεῷ θανάτῳ», Ομ. Οδ.) 3. (για αντικείμενα) άθλιος, ελεεινός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»