-
1 ερευθαλέης
-
2 ἐρευθαλέης
См. также в других словарях:
ἐρευθαλέης — ἐρευθαλέος ruddy fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ερευθαλέης
2 ἐρευθαλέης
ἐρευθαλέης — ἐρευθαλέος ruddy fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)