-
1 ἐρεισμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρεισμός
-
2 ερεισμοίς
-
3 ἐρεισμοῖς
-
4 ερεισμόν
-
5 ἐρεισμόν
-
6 ἐρείδω
ἐρείδω, - ομαιGrammatical information: v.Meaning: `prop, support'.Other forms: Aor. ἐρεῖσαι, - είσασθαι, pass. ἐρεισθῆναι (Il.), perf. med. ἐρήρεισμαι (Il.), 3 pl. ἐρηρέδαται, - έδατο (Hom.) for - ίδαται, - ίδατο (Aeolism?, cf. Schwyzer 106 w. n. 3.), ἐρήρεινται, ἠρήρειντο (A. R.; Schwyzer 671), act. συν-, προσ-ήρεικα (Hp., PIb.), ( προσ-)ἐρήρεικα (Dsc., Plu.), fut. ἐρείσω, - ομαι (Arist.),Derivatives: (-) ἔρεισις, (-) ἔρεισμα, (-) ἐρεισμός, (-) ἐρειστικός. - Cf. ἀντηρίς, Szemerényi Syncope 143 n. 1.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No certain agreements outside Greek. By Froehde KZ 22, 263 connected with Lat. ridica f. `stake, wine prop'. - One expects * h₁reid-.Page in Frisk: 1,551Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρείδω
См. также в других словарях:
ερεισμός — ἐρεισμός, ὁ (Α) [ερείδω] το έρεισμα, το στήριγμα, η υποστήριξη («ἔρεισμα καὶ ἐρεισμόν», ΠΔ) … Dictionary of Greek
ἐρεισμοῖς — ἐρεισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεισμόν — ἐρεισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)