-
1 ἐρείκω
Grammatical information: v.Meaning: `breach, bruise, pound' (Il.).Other forms: ( ἐρεικόμενος intr. Ν 441), aor. ἤρῐκε (Ρ 595, intr.), ἐρεῖξαι (Ion.-Att.), perf. pass. ἐρήριγμαι, - μένος (Hp., Arist.),Derivatives: ἐρεικίδες pl. (Gal.), ἐρεικάς (H.) `pounded barley, groats', ἐρείκιον `crumbly pastry' (Gal.; formation like ἐρείπια), ἐρεικίτας ( ἄρτος, Ath.; Redard Les noms grecs en - της 89), all often itacistic. written ἐρικ-; thus ἐρίγματα pl. (Hp.), ἐρίγμη (Sch.) `bruised beans' for ἐρειγ-; in the same meaning with unexplained ε: ἐρέγματα (Thphr., Erot.), ἐρεγμός (pap., Gal., Erot.) with ἐρέγμινος (Dsc., Orib.).Origin: XX [etym. unknown]; cf. [858]Etymology: To the full grade root present ἐρείκω and the clearly old weak grade aorist ἤρικε there are no formal and semantic agreements. Close comes Skt. rikháti, likháti `scratch' (with aspirated velar), Lith. riekiù, riẽkti `cut loaf, plough for the first time', Skt. riśáti, liśáti `pluck, tear away'; the different forms can be in relation with the expressive meaning. As related nominal formations one might consider OHG rīga, MHG rīha `row, line', Lat. rixa `hatred, conflict', prob. also rīma `scratch, split'. - Further W.-Hofmann s. rīma, rixa, ricinus. Cf. ἐρείπω.Page in Frisk: 1,551-552Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρείκω
См. также в других словарях:
ερεικίδες — (ericaceae). Οικογένεια φυτών της τάξης των δικεράτων, που περιλαμβάνει μικρούς θάμνους ή φρύγανα με ακέραια και αειθαλή φύλλα. Έχουν κανονικά και σπάνια ζυγόμορφα άνθη, ελεύθερα ή συμφυή σέπαλα και πέταλα με στεφάνη σωληνοειδή, κωδωνοειδή ή… … Dictionary of Greek
ερείκη — (erica). Επιστημονική ονομασία θάμνου της οικογένειας των ερεικιδών, γνωστού κυρίως με την ονομασία ρείκι. Υπάρχουν δύο κυρίως είδη ε., γνωστά με την επιστημονική ονομασία ερείκη η σακχαρώδης και ερείκη η δενδρώδης. * * * η (AM ἐρείκη και ἐρίκη)… … Dictionary of Greek
ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… … Dictionary of Greek
ερεικοειδής — ές [ερείκη] 1. αυτός που μοιάζει με ρείκι 2. βοτ. τα ερεικοειδή γένος δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας ερεικίδες, βλ. ερείκη … Dictionary of Greek
λήδο — το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ερεικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ledum < νεολατ. ledum < λῆδον] … Dictionary of Greek
λευκοθόη — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Όρχαμου, βασιλιά της Περσίας, και της Ευρυνόμης. Σύμφωνα με τον Οβίδιο, ο οποίος αναφέρει τον σχετικό μύθο στις Μεταμορφώσεις του, την ερωτεύτηκε ο Απόλλωνας και, για να την κατακτήσει, πήρε τη μορφή της μητέρας της.… … Dictionary of Greek
λυονία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ερεικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lyonia, από το όν. τού L. Lyon, Σκώτου κηπουρού και συλλέκτη φυτών] … Dictionary of Greek
πριμαβεροζίτης — ο, Ν (βιοχ.) ετεροζίτης τών φυτών τών οικογενειών πριμουλίδες και ερεικίδες, ο οποίος, υπό την επίδραση τού ενζύμου πριμαβεροσιδάση, παράγει ένα αιθέριο έλαιο, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία … Dictionary of Greek
ροδόδενδρο — το / ῥοδόδενδρον, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ερεικίδες τής τάξης ερεικώδη, το οποίο περιλαμβάνει ώς και 1.200 είδη αείφυλλων και φυλλοβόλων θάμνων και λίγων δένδρων, με εντυπωσιακά άνθη και… … Dictionary of Greek
φυλλοδόχη — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ερεικίδες τής τάξης ερεικώδη, τα οποία απαντούν σε αλπικές και υποαρκτικές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phyllodoce] … Dictionary of Greek
χιογενής — ές, ΝΜΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χιογενής βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας ερεικίδες μσν. αρχ. (για κρασί) αυτός που προέρχεται από τη Χίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χῖος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Περσο γενής] … Dictionary of Greek