Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐργατεύομαι

См. также в других словарях:

  • εργατεύομαι — ἐργατεύομαι (ΑΜ Μ και ἐργατεύω) [εργάτης] εργάζομαι κοπιαστικά μσν. εργατεύω 1. είμαι εργάτης 2. βάζω κάποιον να δουλέψει ως εργάτης …   Dictionary of Greek

  • ἐργατευομένους — ἐργατεύομαι work hard pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατεύεσθαι — ἐργατεύομαι work hard pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατεύσασθαι — ἐργατεύομαι work hard aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»