-
1 εργαστικός
-
2 ἐργαστικός
-
3 ἐργαστικός
A able to work, working, industrious, Hp.Prorrh.2.4 ([comp] Comp.), Pl.Men. 81e (v.l.), X.Mem.3.1.6 ; οἱ ἐ. the working men, Plb.10.16.1 : [comp] Comp., Phld.Oec.p.32J.2 skilled in producing, c. gen,φωνῆς Epicur. Sent.Vat.45
: generally, productive,σωφροσύνης Phld.Mus.p.24K.
;ὑγιείας Gp.11.2.6
; ἡ ἐ. (sc. τέχνη ) the art of manufacturing, c. gen., ἐρεοῦ προβλήματος, στήμονος καὶ κρόκης, Pl.Plt. 280e, 281a ; τὸ τῆς τροφῆς ἐ. the organ that prepares food, the mouth, Arist.Pol. 1290b27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργαστικός
-
4 εργαστικά
ἐργαστικόςable to work: neut nom /voc /acc plἐργαστικά̱, ἐργαστικόςable to work: fem nom /voc /acc dualἐργαστικά̱, ἐργαστικόςable to work: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 ἐργαστικά
ἐργαστικόςable to work: neut nom /voc /acc plἐργαστικά̱, ἐργαστικόςable to work: fem nom /voc /acc dualἐργαστικά̱, ἐργαστικόςable to work: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 εργαστικώτερον
ἐργαστικόςable to work: adverbial compἐργαστικόςable to work: masc acc comp sgἐργαστικόςable to work: neut nom /voc /acc comp sg -
7 ἐργαστικώτερον
ἐργαστικόςable to work: adverbial compἐργαστικόςable to work: masc acc comp sgἐργαστικόςable to work: neut nom /voc /acc comp sg -
8 εργαστικωτέρας
ἐργαστικωτέρᾱς, ἐργαστικόςable to work: fem acc comp plἐργαστικωτέρᾱς, ἐργαστικόςable to work: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
9 ἐργαστικωτέρας
ἐργαστικωτέρᾱς, ἐργαστικόςable to work: fem acc comp plἐργαστικωτέρᾱς, ἐργαστικόςable to work: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
10 εργαστικών
-
11 ἐργαστικῶν
-
12 εργαστικόν
-
13 ἐργαστικόν
-
14 εργαστικαίς
-
15 ἐργαστικαῖς
-
16 εργαστικαί
-
17 ἐργαστικαί
-
18 εργαστικού
-
19 ἐργαστικοῦ
-
20 εργαστικοί
См. также в других словарях:
εργαστικός — ἐργαστικός, ή, όν (AM) [εργαστής] μσν. είδος μηχανής αρχ. 1. ικανός, κατάλληλος για εργασία, δραστήριος («τὸν στρατηγὸν εἶναι χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», Ξεν.) 2. έμπειρος στην παραγωγή, γόνιμος, δημιουργικός αρχ. το αρσ. ως … Dictionary of Greek
ἐργαστικός — able to work masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικά — ἐργαστικός able to work neut nom/voc/acc pl ἐργαστικά̱ , ἐργαστικός able to work fem nom/voc/acc dual ἐργαστικά̱ , ἐργαστικός able to work fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικώτερον — ἐργαστικός able to work adverbial comp ἐργαστικός able to work masc acc comp sg ἐργαστικός able to work neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικῶν — ἐργαστικός able to work fem gen pl ἐργαστικός able to work masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικόν — ἐργαστικός able to work masc acc sg ἐργαστικός able to work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικαῖς — ἐργαστικός able to work fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικαί — ἐργαστικός able to work fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικοί — ἐργαστικός able to work masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικοῦ — ἐργαστικός able to work masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικούς — ἐργαστικός able to work masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)