-
1 εργαστικος
-
2 απεργαστικος
-
3 εξεργαστικος
3способный совершить или довести до конца(τολμηρὸς καὴ τοῦ προτεθέντος ἐ. Polyb.; ἐρρωμενέστατοι ταῖς ψυχαῖς καὴ ἐξεργαστικώτατοι Xen.)
-
4 ζητητικος
31) склонный к исследованию, пытливый(ἐργαστικὸς καὴ ζ. Plat.)
2) посвященный разысканию, исследовательский(αἰτίων Plut.)
οἱ ζητητικοὴ διάλογοι Diog.L. — исследовательские диалоги (Платона) (в отличие от «поучающих» - οἱ ὑφηγητικοί);ἥ ζητητικέ ἀγωγή Sext. — исследовательское направление, т.е. скептическая философия
См. также в других словарях:
εργαστικός — ἐργαστικός, ή, όν (AM) [εργαστής] μσν. είδος μηχανής αρχ. 1. ικανός, κατάλληλος για εργασία, δραστήριος («τὸν στρατηγὸν εἶναι χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», Ξεν.) 2. έμπειρος στην παραγωγή, γόνιμος, δημιουργικός αρχ. το αρσ. ως … Dictionary of Greek
ἐργαστικός — able to work masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικά — ἐργαστικός able to work neut nom/voc/acc pl ἐργαστικά̱ , ἐργαστικός able to work fem nom/voc/acc dual ἐργαστικά̱ , ἐργαστικός able to work fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικώτερον — ἐργαστικός able to work adverbial comp ἐργαστικός able to work masc acc comp sg ἐργαστικός able to work neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικῶν — ἐργαστικός able to work fem gen pl ἐργαστικός able to work masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικόν — ἐργαστικός able to work masc acc sg ἐργαστικός able to work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικαῖς — ἐργαστικός able to work fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικαί — ἐργαστικός able to work fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικοί — ἐργαστικός able to work masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικοῦ — ἐργαστικός able to work masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικούς — ἐργαστικός able to work masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)