Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐργαζόμενοι

  • 1 ἐργαζόμενοι

    работающие
    делающие

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐργαζόμενοι

  • 2 εργαζομαι

        (impf. εἰργαζόμην, fut. ἐργάσομαι, aor. εἰργασάμην, pf. εἴργασμαι - ион. ἔργασμαι; pass.: aor. εἰργάσθην, fut. ἐργασθήσομαι)
        1) работать, трудиться
        

    (ἐν γναφείῳ Lys.; πρὸς τὸν λύχνον Arst.)

        ἀνάγκῃ ἐ. Hom. — заниматься принудительным трудом, т.е. быть обращенным в рабство;
        ἐ. ἐν τοῖς ἔργοις Dem.работать в рудниках

        2) обрабатывать, обделывать
        

    (χρυσόν Hom.; ξύλα καὴ λίθους Xen.; ὅ εἰργασμένος σίδηρος Arst.)

        3) (тж. ἐ. γῆν Thuc., Xen. или ἐ. ἀγρούς Xen., Plut.) возделывать землю, пахать
        

    (χαλκῷ Hes.; μετὰ τῶν οἰκετῶν Plut.)

        4) разрабатывать, эксплуатировать
        5) ( о пчелах) вырабатывать
        

    (τὸν κηρόν Arst.)

        6) производить, изготовлять
        

    (ἁμαξίδας Arph.)

        7) образовывать, выделять
        

    (ἥ εἰργασμένη θερμότης Arst.)

        8) перерабатывать, переваривать
        

    (τέν τροφήν Arst.)

        9) строить, возводить
        

    (τὸ τεῖχος Her.; οἰκίας Plat.; οἰκοδόμημα διὰ ταχέων εἰργασμένον Thuc.)

        10) вызывать, возбуждать,
        

    (φθόνον, ὀργήν Arst.)

        11) создавать, ваять
        

    (ἀγάλματα Pind.; ἀνδριάντας Xen.; εἰκόνας Plat.)

        12) сочинять, слагать
        

    (ὕμνους Pind.)

        13) делать, творить, выполнять, совершать
        

    (κλυτὰ ἔργα Hom.; δεινὰ καὴ ἀσεβή Plat.; αἰσχρὸν ἔργον Plut.)

        ἐ. τί τινα Her., Thuc., Soph., Plat., реже τί τινι Eur., Arph.делать что-л. кому-л.;
        περὴ ἀνθρώπους ἄδικον μηδὲν ἐ. Plat. — не совершать ничего несправедливого по отношению к людям;
        πολλὰ καὴ καλὰ τέν Ἑλλάδα ἐ. Plat. — много прекрасного совершить для Эллады;
        αἴσχιστα ἐ. τινα Arph.постыднейшим образом поступить с кем-л.;
        τὸ χρῆμα ἐργάζεται Arph. — дело (уже) делается, т.е. не терпит отлагательства;
        τὰ ἐργασμένα Eur., Her. — дела, деяния, поступки;
        ξηρὸν ἐ. τινα Luc.иссушать кого-л.

        14) осуществлять, развивать
        

    (ἀρετήν Isocr.)

        15) причинять, доставлять
        

    (πημονάς Soph.; πόθον τινί Dem.)

        16) заниматься, промышлять
        ἐ. γλαυκήν Hes. (sc. θάλασσαν) — заниматься морским промыслом (т.е. морской торговлей или рыболовством)

        17) зарабатывать, наживать
        

    (χρήματα Her.; ἀργύριον Plat.)

        18) вести торговлю, торговать
        

    (ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem.; σώματι Dem. или ἀπὸ τοῦ σώματος Polyb.)

        ἐ. κατὰ θάλασσαν Dem. — вести морскую торговлю;
        οἱ ἐργαζόμενοι Dem. — торговцы, купцы

    Древнегреческо-русский словарь > εργαζομαι

  • 3 ζαω

         ζάω
        (fut. ζήσω и ζήσομαι, aor. ἔζησα, pf. ἔζηκα, ppf. ἐζήκειν; opt. ζῴην; в атт. aor., pf. и ppf. обычно заменяются соотв. формами к βιόω)
        1) жить, быть в живых
        ἄλλοτε μὲν ζώουσιν ἑτερήμεροι, ἄλλοτε δὲ τεθνᾶσι Hom. (в подземном царстве Кастор и Полидевк) один день живы, другой - мертвы, т.е. попеременно оживают и умирают;
        οἱ ζῶντες Hom., NT. — живущие, живые;
        πᾶν τὸ ζῶν Plat. — все живое;
        ἐμεῦ ζῶντος Hom. — покуда я жив;
        τὸ ζῆν Plat., Arst. = ζωή;
        τοῦ εἶναί τὲ καὴ ζῆν ἕνεκα Plat. — для того, чтобы существовать и жить;
        ζῶντα κατακαυθῆναι Her. — быть заживо сожженным;
        εἰς τὸ ζ. ἰέναι Plat. — являться на свет, рождаться

        2) жить, проводить жизнь
        

    (εὖ Hom.; ἀβλαβεῖ βίῳ Soph.; ἐπιπονώτατα Xen.; ἐν ἐπιτηδεύμασιν ἐπιεικέσιν Arst.)

        ζ. πρός τινα (πρός τι) Arst. и ζ. τινι Plut.жить для кого(чего)-л.

        3) жить, получать пропитание, питаться
        

    (ἀπὸ κτηνέων καὴ ἰχθύων Her.; καρποῖς Dem.; ἔκ τινος Arph., Xen., Dem.)

        ζ. βίον μοχθηρόν Soph. — вести жалкую жизнь;
        ἔχουσι ἐργαζόμενοι ζ. Arst. — им приходится жить своим трудом;
        οὐκ ἐπ΄ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὅ ἄνθρωπος погов. NT.не единым хлебом будет жив человек

        4) быть в разгаре или в движении
        

    ζῶσα φλόξ Eur. — живое (яркое) пламя;

        ὕδωρ ζῶν NT. — живая (проточная), перен. животворящая вода;
        γεωργία ζῶσα Arst.кочевое земледелие

        5) быть в силе, быть действительным
        

    (ἀεί ποτε ζῇ ταῦτα, sc. νόμιμα Soph.)

        ἄτης θύελλαι ζῶσι Aesch. — бури бедствия (еще) не утихли;
        αἱ ξυμφοραὴ ζῶσαι μάλιστα τῶν βουλευμάτων Soph. — весьма живые, т.е. благотворные последствия указаний (Эдипа)

    Древнегреческо-русский словарь > ζαω

См. также в других словарях:

  • ἐργαζόμενοι — ἐργάζομαι work pres part mp masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοσιμετρία — Ποσοτικός προσδιορισμός φυσικών μεγεθών με τη μέτρηση των αποτελεσμάτων που προκαλούν τα μεγέθη αυτά. Παλαιότερα η χρήση του όρου δ. ισοδυναμούσε με τον προσδιορισμό των δόσεων. Έτσι γινόταν λόγος για δ. στην περίπτωση του προσδιορισμού της… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

  • ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή …   Dictionary of Greek

  • επαγγελματικές νόσοι — Νόσοι που προκαλούνται από τις συνθήκες του εργασιακού περιβάλλοντος. Διακρίνονται από εκείνες τις παθολογικές καταστάσεις στις οποίες το είδος της εργασίας δρα μόνο ως τυχαίο αίτιο, όπως, για παράδειγμα, τα ατυχήματα. Σε αντίθεση με τα ατυχήματα …   Dictionary of Greek

  • επιλογή, επαγγελματική — Διαδικασία, με σκοπό την κατάληψη ορισμένου αριθμού κενών θέσεων εργασίας από διαγωνιζόμενους κατά τεκμήριο ικανότερους, λόγω των συνολικών ατομικών προσόντων τους, και τον αποκλεισμό εκείνων που είτε είναι υπεράριθμοι είτε δεν κρίνονται ικανοί… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Economy of Greece — Infobox Economy country = Greece width = caption = Greek one euro coin currency = 1 euro = 100 lepta (cents) year = Calendar year organs = EU, WTO, OECD and BSEC rank = 28th (2006) gdp = $324.616 billion (2007) growth = 3.4% (Q2 2008) per capita …   Wikipedia

  • Antimonisme — Antinomisme Antinomisme (du grec αντι, contre + νομος, la loi ), ou l anarchie (dans le grec biblique: ανομια, [1] ce qui est «illégal»). Dans la théologie, c est l idée que les membres d une Groupe religieux particulier ne sont pas tenus d obéir …   Wikipédia en Français

  • Antinomisme — (du grec αντι, contre + νομος, la loi ), ou l anarchie (dans le grec biblique: ανομια, [1] ce qui est «illégal»). Dans la théologie, c est l idée que les membres d un groupe religieux particulier ne sont pas tenus d obéir aux lois de l éthique ou …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»