Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἐργαζόμενοι

  • 1 крестьянинство

    крестьянин||ство
    с собир. ἡ ἀγροτιἀ, οἱ χωρικοί:
    колхозное \крестьянинствоство ἡ κολχό-ζνικη ἀγροτιά· трудовое \крестьянинствоство οἱ ἐργαζόμενοι ἀγρότες.

    Русско-новогреческий словарь > крестьянинство

  • 2 народ

    народ
    м
    1. ὁ λαός; русский \народ ὁ ρωσικός λαός· \народы мира οἱ λαοί τής γῆς· трудовой \народ οἱ ἐργαζόμενοι, ὁ ἐργαζόμενος λαός·
    2. (люди) ὁ κόσμος, τό πλήθος; много \народу ἡ πολυκοσμία, ἡ κοσμο-πλημμύρα

    Русско-новогреческий словарь > народ

  • 3 народ

    α.
    1. λαός•

    советский народ σοβιετικός λαός•

    греческий народ ελληνικός λαός•

    все -ы мира όλοι οι λαοί της γης•

    трудовой народ ο λαός της δουλειάς (οι εργαζόμενοι).

    2. άνθρωποι•

    там был разный народ εκεί ήταν διάφοροι άνθρωποι.

    || κόσμος•

    собралось много -у μαζεύτηκε πολύς κόσμος.

    εκφρ.
    простой народ – ο απλός λαός, λαοτζίκος, κοσμάκης, πόπολο•
    чрный (подлый) народ – (στην ταζική κοινωνία) οι απόκληροι της γης, η φτωχολογιά•
    на -е – στην κοινωνία, στον κόσμο, με τον κόσμο•
    на весь народ – μεγαλώφωνα, στην διαπασών, με τυρρηνική σάλπιγγα.

    Большой русско-греческий словарь > народ

  • 4 нетрудовой

    επ.
    1. άεργος (εθελοντικά άνεργος)•

    -ое население το μέρος του πληθυσμού που δεν εργάζεται, οι μη εργαζόμενοι.

    2. παράσιτος, -σιτικός•

    -ые доходы παρασιτικά.έσοδα.

    Большой русско-греческий словарь > нетрудовой

  • 5 приписной

    επ.
    γραμμένος, συνυπολογισμένος.
    εκφρ.
    - ые крестьянеπαλ. κρατικοί αγρότες (εργαζόμενοι σε κρατική γη).

    Большой русско-греческий словарь > приписной

  • 6 село

    -а, πλθ. сла ουδ.
    χωριό, κεφαλοχώρι•

    города и сёла πόλεις και χωριά•

    труженики сл и горогов οι εργαζόμενοι των χωριών και των πόλεων.

    Большой русско-греческий словарь > село

См. также в других словарях:

  • ἐργαζόμενοι — ἐργάζομαι work pres part mp masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοσιμετρία — Ποσοτικός προσδιορισμός φυσικών μεγεθών με τη μέτρηση των αποτελεσμάτων που προκαλούν τα μεγέθη αυτά. Παλαιότερα η χρήση του όρου δ. ισοδυναμούσε με τον προσδιορισμό των δόσεων. Έτσι γινόταν λόγος για δ. στην περίπτωση του προσδιορισμού της… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

  • ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή …   Dictionary of Greek

  • επαγγελματικές νόσοι — Νόσοι που προκαλούνται από τις συνθήκες του εργασιακού περιβάλλοντος. Διακρίνονται από εκείνες τις παθολογικές καταστάσεις στις οποίες το είδος της εργασίας δρα μόνο ως τυχαίο αίτιο, όπως, για παράδειγμα, τα ατυχήματα. Σε αντίθεση με τα ατυχήματα …   Dictionary of Greek

  • επιλογή, επαγγελματική — Διαδικασία, με σκοπό την κατάληψη ορισμένου αριθμού κενών θέσεων εργασίας από διαγωνιζόμενους κατά τεκμήριο ικανότερους, λόγω των συνολικών ατομικών προσόντων τους, και τον αποκλεισμό εκείνων που είτε είναι υπεράριθμοι είτε δεν κρίνονται ικανοί… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Economy of Greece — Infobox Economy country = Greece width = caption = Greek one euro coin currency = 1 euro = 100 lepta (cents) year = Calendar year organs = EU, WTO, OECD and BSEC rank = 28th (2006) gdp = $324.616 billion (2007) growth = 3.4% (Q2 2008) per capita …   Wikipedia

  • Antimonisme — Antinomisme Antinomisme (du grec αντι, contre + νομος, la loi ), ou l anarchie (dans le grec biblique: ανομια, [1] ce qui est «illégal»). Dans la théologie, c est l idée que les membres d une Groupe religieux particulier ne sont pas tenus d obéir …   Wikipédia en Français

  • Antinomisme — (du grec αντι, contre + νομος, la loi ), ou l anarchie (dans le grec biblique: ανομια, [1] ce qui est «illégal»). Dans la théologie, c est l idée que les membres d un groupe religieux particulier ne sont pas tenus d obéir aux lois de l éthique ou …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»