Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐργάθω

См. также в других словарях:

  • εργάθω — ἐργάθω και ἐργαθῶ, έω (Α) 1. αποχωρίζω, αποσπώ, αποκόπτω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού είργω που μαρτυρείται μόνο σε αοριστικούς τ. Το γεγονός αυτό οδήγησε άλλους στον χαρακτηρισμό τών μαρτυρούμενων τ. εέργαθεν καί ειργαθείν …   Dictionary of Greek

  • u̯erĝ-1, u̯reĝ- —     u̯erĝ 1, u̯reĝ     English meaning: to close, enclose; pen     Deutsche Übersetzung: “abschließen, einschließen; Hũrde”     Note: extension from u̯er 5.     Material: O.Ind. vrajá m. “ hurdle, Umhegung”, vr̥jana m. “Umhegung, Einfriedigung …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»