Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐρασ-

См. также в других словарях:

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

  • εραννός — Αρχαία πόλη της Κρήτης, που η τοποθεσία της παραμένει άγνωστη. Στη συνθήκη 30 κρητικών πόλεων με τον βασιλιά της Περγάμου Ευμένη B’ (163 π.Χ.), οι κάτοικοι της πόλης αναφέρονται ως Ερώνιοι, και αλλού τους ονομάζουν άλλοτε Εραννίους και άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • ανέραστος — η, ο (Α ἀνέραστος, ον) αυτός που δεν αγαπήθηκε, που δεν ενέπνευσε έρωτα αρχ. 1. αυτός που δεν ασκεί ερωτική έλξη 2. ο μη ευχάριστος, ο αντιπαθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εραστός «αγαπητός» < θ. ερασ του έραμαι «αγαπώ»] …   Dictionary of Greek

  • επαξιέραστος — ἐπαξιέραστος, ον (Α) αυτός που αξίζει την αγάπη τών άλλων, ο πολύ αγαπητός, ο αξιέραστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επάξιος + ερασ τός (< έραμαι «αγαπώ»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»