-
1 ἐρατεινός
ἐρατεινός, lieblich, anmuthig, bei Hom. am gewöhnlichsten von Ländern u. Städten; ἠνορέη, δαίς, φιλότης, ἀμβροσίη h. Apoll. 124; ἄϑυρμα h. Merc. 40; selten von Menschen, παῖς Od. 4, 13; οὐδ' ἄρ' ἔμελλ' ἑτάροισι φανεὶς ἐρατεινὸς ἔσεσϑαι, den Gefährten erwünscht, willkommen, 9, 230; von Göttinnen, Hes. Th. 136. 909; ὕδωρ Pind. Ol. 6, 85; μέλι I. 4, 59; εὐναί frg. 87. Das Wort ist nur episch u. lyrisch. Bei Plut. Arat. 45 heißt Mantinea so mit Anspielung auf Il. 2, 607.
-
2 ερατεινος
-
3 ερατεινός
-
4 ἐρατεινός
-
5 ἐρατεινός
ἐρατεινός, lieblich, anmutig, am gewöhnlichsten von Ländern u. Städten; selten von Menschen; οὐδ' ἄρ' ἔμελλ' ἑτάροισι φανεὶς ἐρατεινὸς ἔσεσϑαι, den Gefährten erwünscht, willkommen; von Göttinnen -
6 ἐρατεινός
1 delightfulτᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι O. 6.85
ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.53
ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι fr. 122. 7. -
7 ἐρατεινός
A lovely, in Hom. mostly of places, Il.2.532, 5.210, al.; also of things, ἠνορέη, φιλότης, 6.156, Od.23.300 ;ὕδωρ Pi.O. 6.85
;εὐναί Id.Fr.122.7
: rarely of persons, and then mostly of women,ἐγείνατο παῖδ' ἐρατεινήν Od.4.13
, cf.h.Cer. 423, Hes.Th. 136, 909 ; ὁμηλικίη ἐ. her lovely companions, Il.3.175 ; of Polyphemus, οὐδ' ἀρ' ἔμελλ' ἑτάροισι φανεὶς ἐ. ἔσεσθαι a welcome, glad sight to my comrades, Od.9.230.—[dialect] Ep.and Lyr.word: epith. of ὕδατα, Hp.Aër.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρατεινός
-
8 ἐρατεινός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐρατεινός
-
9 ερατεινός
η, ό[ν] I см. εράσμιοςερατεινός2ο II кофе в чашечке -
10 ερατεινά
ἐρατεινόςlovely: neut nom /voc /acc plἐρατεινά̱, ἐρατεινόςlovely: fem nom /voc /acc dualἐρατεινά̱, ἐρατεινόςlovely: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 ἐρατεινά
ἐρατεινόςlovely: neut nom /voc /acc plἐρατεινά̱, ἐρατεινόςlovely: fem nom /voc /acc dualἐρατεινά̱, ἐρατεινόςlovely: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 ερατεινής
ἐρατεινόςlovely: fem gen sg (attic epic ionic)——————ἐρατεινόςlovely: fem dat pl (epic) -
13 ερατεινών
-
14 ἐρατεινῶν
-
15 ερατεινόν
-
16 ἐρατεινόν
-
17 ερατεινή
-
18 ἐρατεινῇ
-
19 ερατειναίς
-
20 ἐρατειναῖς
См. также в других словарях:
ερατεινός — ἐρατεινός, ή, όν (Α) εράσμιος, αγαπητός, χαριτωμένος (α. «Ἴλιον εἰς ἐρατεινήν» β. «ἐρατεινή ἠνορέη» ανδρεία, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερατός + εινός, κατ’ αναλογία προς τα αλγ εινός, ποθ εινός] … Dictionary of Greek
ἐρατεινός — lovely masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατεινά — ἐρατεινός lovely neut nom/voc/acc pl ἐρατεινά̱ , ἐρατεινός lovely fem nom/voc/acc dual ἐρατεινά̱ , ἐρατεινός lovely fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατεινῶν — ἐρατεινός lovely fem gen pl ἐρατεινός lovely masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατεινόν — ἐρατεινός lovely masc acc sg ἐρατεινός lovely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατειναῖς — ἐρατεινός lovely fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατειναί — ἐρατεινός lovely fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατεινοί — ἐρατεινός lovely masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατεινοῦ — ἐρατεινός lovely masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατεινούς — ἐρατεινός lovely masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατεινῆς — ἐρατεινός lovely fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)