-
1 ἐραστεύω
A = ἐράω (A),ἐραστεῦσαι γάμων A.Pr. 893
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐραστεύω
-
2 ἐραστής
2 metaph., c. gen. rei,τυραννίδος Hdt.3.53
; τῆσδε τῆς γνώμης an adherent of.., S.OT 601 ; (lyr.); παίδων eager for children, Id.Supp. 1088 ; πραγμάτων, = πολυπράγμων, Ar. Pax 191, Nu. 1459 ; τοῦ πονεῖν fond of work, Id.Pl. 254 ; λόγων, νοῦ καὶ ἐπιστήμης, Pl.Phdr. 228c, Ti. 46d ;ἐπαίνου X.Cyr.1.5.12
, cf. Plu.Cam.25, etc.; alsoἐ. περὶ τὸ καλὸν καὶ τῆς Ἀφροδίτης καλῆς οὔσης Pl.Smp. 203c
: as fem.,ἐρασταὶ αὐτοῦ πολλαὶ πόλεις Philostr.VS1.25.1
;ἐ. γυνή Luc.Philops.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐραστής
-
3 ἐραστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐραστικός
-
4 ἐραστός
A = ἐρατός, beloved, lovely, in Prose the usual form, Pl.Smp. 204c, Phdr. 250d ; also in [Simon.] 178.1 ;τόνδε δρόμον ποίησεν ἐραστόν IG12.817
: [comp] Comp., AP12.197 (Strat.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐραστός
-
5 ἐράστρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐράστρια
-
6 ἐραστριάω
A to be amorous, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐραστριάω
-
7 ἐρατεινεύειν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρατεινεύειν
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский