Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐραστής

См. также в других словарях:

  • ἐραστής — lover masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εραστής — ο (AM ἐραστής Α και θηλ. ἐράστρια) [έραμαι] 1. αυτός που έχει ερωτικό δεσμό (χωρίς γάμο) με γυναίκα ή με θηλυπρεπή 2. εκείνος που αγαπά υπερβολικά κάποιον ή κάτι (α. «εραστής τού θεάτρου» β. «εραστής τής μελέτης» γ. «εραστής τού Πλάτωνος») 3.… …   Dictionary of Greek

  • εραστής — ο 1. αυτός που έχει ερωτικές σχέσεις με γυναίκα, ο αγαπητικός: Κάθε λίγο αλλάζει εραστές. 2. μτφ., αυτός που με πάθος αγαπάει κάτι, ασχολείται με κάτι: Εραστής της επιστήμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐρασταῖν — ἐραστής lover masc gen/dat dual ἐραστός beloved fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρασταῖς — ἐραστής lover masc dat pl ἐραστός beloved fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρασταῖσιν — ἐραστής lover masc dat pl (epic ionic aeolic) ἐραστός beloved fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρασταί — ἐραστής lover masc nom/voc pl ἐραστός beloved fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐραστοῦ — ἐραστής lover masc gen sg ἐραστός beloved masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐραστῆ — ἐραστής lover masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐραστῇ — ἐραστής lover masc dat sg (attic epic ionic) ἐραστός beloved fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐραστήν — ἐραστής lover masc acc sg (attic epic ionic) ἐραστός beloved fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»