-
1 ἐρέβινθος
ἐρέβινθος, ὁ (vgl. ὄροβος, ervum, Erbse), die Kichererbse, sowohl Frucht, Il. 13, 589, als Pflanze, Theophr.; καὶ κύαμοι Plat. Rep. II, 372 c, u. öfter Ar.; sie wurden auf Kohlen geröstet, Pax 1136; auch wie Mandeln u. Nüsse zum Wein gegessen, Xenophan. bei Ath. II, 54 d; Galen. – Uebertr., τὸ αἰδοῖον τοῠ ἀνδρός, Ar. Ach. 801 Ran. 545.
-
2 ἐρέβινθος
ἐρέβινθος, ὁ, die Kichererbse, sowohl Frucht als Pflanze; sie wurden auf Kohlen geröstet; auch wie Mandeln u. Nüsse zum Wein gegessen -
3 τερεβινθο-κνακο-συμμιγής
τερεβινθο-κνακο-συμμιγής, Philoxen. bei Ath. XIV, 643 c, muß heißen ἐρέβινϑος κνακοσυμμιγής, s. Letzteres.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > τερεβινθο-κνακο-συμμιγής
-
4 λέβινθος
-
5 ἐρεβινθιαῖος
ἐρεβινθιαῖος, von der Art, so groß wie ἐρέβινϑος, Diosc.
-
6 ἐρεβίνθη
ἐρεβίνθη, ἡ, = ἐρέβινϑος, E. M. 54, 14.
-
7 ἐρεβινθιαῖος
ἐρεβινθιαῖος, von der Art, so groß wie ἐρέβινϑος
См. также в других словарях:
ἐρέβινθος — chick pea masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερέβινθος — ο (AM ἐρέβινθος) 1. το φυτό ρεβιθιά 2. ο καρπός τής ρεβιθιάς, το ρεβίθι μσν. (με προσωποποίηση τού ουσ.) Ερέβινθος Ρέβιθος αρχ. μτφ. το ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ινθος, πιθ. δάνειο μιας μεσογειακής γλώσσας, και συνδέεται αφ’… … Dictionary of Greek
ἐρεβίνθοις — ἐρέβινθος chick pea masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεβίνθοισι — ἐρέβινθος chick pea masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεβίνθου — ἐρέβινθος chick pea masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεβίνθους — ἐρέβινθος chick pea masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεβίνθων — ἐρέβινθος chick pea masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεβίνθῳ — ἐρέβινθος chick pea masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρέβινθοι — ἐρέβινθος chick pea masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρέβινθον — ἐρέβινθος chick pea masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτερέβινθος — λεπτερέβινθος, ὁ (Α) λεπτός ερέβινθος, μικρό ρεβίθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ἐρέβινθος «ρεβίθι»] … Dictionary of Greek