-
1 ερεβινθος
ὅ2) шутл. = membrum virile Arph. -
2 ερέβινθος
ο турецкий горошек
См. также в других словарях:
ἐρέβινθος — chick pea masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερέβινθος — ο (AM ἐρέβινθος) 1. το φυτό ρεβιθιά 2. ο καρπός τής ρεβιθιάς, το ρεβίθι μσν. (με προσωποποίηση τού ουσ.) Ερέβινθος Ρέβιθος αρχ. μτφ. το ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ινθος, πιθ. δάνειο μιας μεσογειακής γλώσσας, και συνδέεται αφ’… … Dictionary of Greek
ἐρεβίνθοις — ἐρέβινθος chick pea masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεβίνθοισι — ἐρέβινθος chick pea masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεβίνθου — ἐρέβινθος chick pea masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεβίνθους — ἐρέβινθος chick pea masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεβίνθων — ἐρέβινθος chick pea masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεβίνθῳ — ἐρέβινθος chick pea masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρέβινθοι — ἐρέβινθος chick pea masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρέβινθον — ἐρέβινθος chick pea masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτερέβινθος — λεπτερέβινθος, ὁ (Α) λεπτός ερέβινθος, μικρό ρεβίθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ἐρέβινθος «ρεβίθι»] … Dictionary of Greek