Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐράνους

См. также в других словарях:

  • ἐράνους — ἔρανος meal to which each contributed his share masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης — Ελληνικό σχολείο της Σμύρνης (1733 1922). Υπήρξε το σημαντικότερο εκπαιδευτικό κέντρο του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Ιδρύθηκε από τρεις φιλόμουσους Σμυρναίους, τους Παντελή Σεβαστόπουλο, Γεώργιο Όμηρο και Ζωρζή Βιτάλη, με σκοπό «την διάδοσιν… …   Dictionary of Greek

  • Thales — von Milet Thales von Milet (griech. Θαλῆς ὁ Μιλήσιος; * um 624 v. Chr. in Milet, Kleinasien; † um 546 v. Chr.) war ein griechischer Naturphilosoph, Staatsmann, Mathematiker, Astronom und Ingenieur. Seit Aristoteles gilt er als Begründer von… …   Deutsch Wikipedia

  • Thales aus Milet — Thales von Milet Thales von Milet (griech. Θαλῆς ὁ Μιλήσιος; * um 624 v. Chr. in Milet, Kleinasien; † um 546 v. Chr.) war ein griechischer Naturphilosoph, Staatsmann, Mathematiker, Astronom und Ingenieur. Seit Aristoteles gilt er als Begründer… …   Deutsch Wikipedia

  • Thales von Milet — (griech. Θαλῆς ὁ Μιλήσιος; * um 624 v. Chr. in Milet, Kleinasien; † um 546 v. Chr.) war ein griechischer Naturphilosoph, Staatsmann, Mathematiker, Astronom und Ingenieur. Seit Aristoteles gilt er als Begründer von Philosophie und Wissenschaft… …   Deutsch Wikipedia

  • έρανος — ο (AM ἔρανος) μσν. νεοελλ. συγκέντρωση συνεισφορών σε είδος ή χρήμα για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό αρχ. 1. συμπόσιο με κοινή συνεισφορά τών συνδαιτημόνων 2. δείπνο, συμπόσιο, γιορτή 3. ποσό για υποστήριξη κάποιου, φιλικό δάνειο 4. άτοκο… …   Dictionary of Greek

  • διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ερανέμπολος — ο (AM) αυτός που ζει από εράνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρανος + εμπολή «εμπόριο»] …   Dictionary of Greek

  • ερανιστής — Τίτλος περιοδικών. 1. Αθηναϊκό περιοδικό που εκδιδόταν από το 1841 έως το 1843 με απάνθισμα άρθρων διαφόρων περιοδικών της εποχής. Το περιοδικό κυκλοφορούσε από το 1840, αλλά με τον τότε τίτλο Ευρωπαϊκός Ε. 2. Περιοδικό της Σμύρνης (1910 12). 3.… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»