-
21 κοπρ-ώνυμος
κοπρ-ώνυμος, mistnamig, nach dem Drecke benannt, Beiname des Kaisers Constantin V.
-
22 εὐ-ώνυμος
εὐ-ώνυμος, mit gutem Namen, berühmt, geehrt; Ἀστερίη Hes. Th. 409; πάτρα, πατέρες, Pind. N. 7, 85 Ol. 2, 8; Ἀϑῆναι N. 4, 19; auch πόδες, die im Wettlaufe den Sieg davon getragen haben, 8, 47; χάρις, rühmliches Lob, P. 11, 58; ἀριστοκρατία Plat. Polit. 302 d; καὶ καλὴ δίκη, im Ggstz von αἰσχρά, ehrenvoll, Legg. VI, 754 e. Geziert sagt Luc. Leziph. 1 λόγος εὐών., reich an schönen Namen. – Mit einem Namen von guter Vorbedeutung, ἡ ἰσονομία τό τε πρόςρημα εὐώνυμον καὶ τὸ ἔργον δικαιότατον ἔχει D. Cass. 52, 4; vgl. auch die Stellen des Plat. – Dah. euphemistischer Ausdruck für links (denn ἀριστερός hatte eine üble Vorbedeutung, u. man suchte daher dies Wort zu vermeiden), sowohl bei den Tragg., neben δεξιός Aesch. Prom. 488, ὠλένη Soph. Tr. 922, als in Prosa, Plat. Legg. VI, 760 d; häufiger bei Her., 7, 109; bes. Thuc. u. Xen. in der Bezeichnung des linken Flügels, τὸ εὐώνυμον κέρας u. τὸ εὐών. allein, u. so auch Sp.; – ἡ εὐώνυμος, der Spindelbaum, Theophr.
-
23 κῡρι-ώνυμος
κῡρι-ώνυμος, mit einem eigenthümlichen, besonderen Ramen, Sp.
-
24 δυς-ώνυμος
δυς-ώνυμος ( ὄνομα) 1) mit einem bösen Namen, = verhaßt, verabscheut. Homer dreimal, Iliad. 6, 255 δυσώνυμοι υἷες Ἀχαιῶν, 12, 116 μοῖρα δυσώνυμος, Odyss. 19, 571 ἠὼς δυσώνυμος. Vgl. ἀνώνυμος, νώνυμος u. νώνυμνος, ὁμώνυμος, ἐπώνυμος. – Folgende: λέκτρα Soph. O. C. 532; κήρ Ap. Rh. 2, 258; bei K. S. öfter = verflucht. – 2) dessen Namen eine böse Vorbedeutung enthält, Soph. Ai. 897.
-
25 μικρ-ώνυμος
μικρ-ώνυμος, mit kleinem Namen, Iambl. arithm.
-
26 μεγαλ-ώνυμος
μεγαλ-ώνυμος, großnamig, mit großem Namen, Ruhm, Νίκα, Soph. Ant. 148, wo der Schol. erkl. ἡ μεγάλην περιποιοῦσα δόξαν. – Ζεύς, Ar. Thesm. 318, vgl. Nubb. 586.
-
27 μει-ώνυμος
μει-ώνυμος, compar. zu μικρώνυμος, mit kleinerem Anzeiger, von Verhältnissen in der Arithmetik, lambl. u. Nicom. p. 68 a.
-
28 δις-ώνυμος
δις-ώνυμος, = διώνυμος, Schol. Od. 12, 22.
-
29 δεξι-ώνυμος
δεξι-ώνυμος, eigtl. mit Glück bedeutendem Namen, aber bei Aesch. Suppl. 607 = δεξιός, χεῖρες, mit Anklang von εὐώνυμος.
-
30 δι-ώνυμος
-
31 λεοντ-ώνυμος
λεοντ-ώνυμος, nach dem Löwen benannt, Tzetz.
-
32 θε-ώνυμος
θε-ώνυμος, mit göttlichem Namen benannt, Sp.
-
33 θηρι-ώνυμος
θηρι-ώνυμος, nach einem Thiere benannt, Sp.
-
34 οὐλαδ-ώνυμος
οὐλαδ-ώνυμος, s. οὐλαμώνυμος, Lycophr. 183.
-
35 οὐλαμ-ώνυμος
οὐλαμ-ώνυμος, nach den Kriegerschaaren benannt, Lycophr. 183. Andere schreiben οὐλαδώνυμος, nach der Gerste οὐλαί, od. nach der Hirtentasche οὐλάς benannt.
-
36 αὐτ-επ-ώνυμος
αὐτ-επ-ώνυμος, gleichnamig, τινός Eur. Phoen. 769.
-
37 αἰτι-ώνυμος
αἰτι-ώνυμος, nach der Schuld benannt, Schol. Soph. Ai. 205.
-
38 μῡρι-ώνυμος
μῡρι-ώνυμος, mit unzähligen Namen, Beiname der Isis bei Plut. Is. et Os. 53.
-
39 ἀρτι-ώνυμος
ἀρτι-ώνυμος, Nicom. arithm. 1, 8, der Benennung nach gerade, s. ἀρτιοδύναμος.
-
40 ὀρθ-ώνυμος
ὀρθ-ώνυμος, mit rechtem, wahrem Namen, seinem Namen entsprechend. Aesch. Ag. 683.
См. также в других словарях:
-ώνυμος — η, ο / ώνυμος, ον, ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής (πρβλ. μεγαλ ώνυμος, μονώνυμος, πολύ ώνυμος) από το ὄνυμα, αιολ. τ. τού όνομα. Πολλοί τ. τού ουδ. έχουν ουσιαστικοποιηθεῑ (πρβλ. επ ώνυμο, παρώνυμο, ιδι ώνυμο, συν ώνυμο… … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
ευγενώνυμος — εὐγενώνυμος, ον (Μ) αυτός που έχει ευγενές όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευγενής + ώνυμος (< όνομα) λόγω τής συνθέσεως, πρβλ. αν ώνυμος, ομ ώνυμος] … Dictionary of Greek
θεώνυμος — θεώνυμος, ον (ΑΜ) αυτός ο οποίος φέρει το όνομα τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + ωνυμος (< όνυμα, αιολ. τ. τού όνομα), πρβλ. αν ώνυμος, επ ώνυμος. Το ω λόγω τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
θηριώνυμος — θηριώνυμος, ον (Μ) αυτός που έχει πάρει το όνομα του από την ονομασία θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + ώνυμος (< όνυμα, δωρ. τ. τού όνομα), πρβλ. αν ώνυμος, περι ώνυμος. Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ιδιώνυμος — η, ο (Α ἰδιώνυμος, ον) αυτός που ονομάζεται ή χαρακτηρίζεται με ιδιαίτερο όνομα νεοελλ. φρ. (νομ.) «ιδιώνυμο αδίκημα» ή απλώς «ιδιώνυμο» αδίκημα που χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως, διαφορετικά από τα αδικήματα τής γενικότερης κατηγορίας στην οποία από … Dictionary of Greek
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek
ισώνυμος — ἰσώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, φερώνυμος, ομώνυμος («καλεῑν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος», Πίνδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ομ ώνυμος] … Dictionary of Greek
κακώνυμος — η, ο (Α κακώνυμος, ον) αυτός που έχει κακό όνομα, κακή φήμη, δυσώνυμος, δυσφημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
καλώνυμος — καλώνυμος, ον (AM) αυτός που έχει καλό όνομα, καλή φήμη, υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ιδι ώνυμος, ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
κοπρώνυμος — Προσωνυμία του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου Ε’ (718 775). Βλ. λ. Κωνσταντίνος, όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. * * * ο (Μ κοπρώνυμος) επίθετο που δόθηκε υβριστικά από τους εικονολάτρες στον εικονοκλάστη Βυζαντινό αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek