-
81 μειώνυμος
μει-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μειώνυμος
-
82 μικρώνυμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικρώνυμος
-
83 μυριώνυμος
μῡρῐ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυριώνυμος
-
84 οὐλαμώνυμος
A named from the armed throng ([etym.] οὐλαμός), epith. of Neoptolemus, Lyc.183 (v.l. οὐλαδωνύμου, which the Sch. explains as epith. of Paris, whose name was derived from πήρα, v. οὐλάς 11).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐλαμώνυμος
-
85 παντώνυμος
παντ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντώνυμος
-
86 πεντώνυμος
πεντ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντώνυμος
-
87 περισσωνυμέω
περισσ-ωνῠμέω, of numbers,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισσωνυμέω
-
88 πηρώνυμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πηρώνυμος
-
89 πτερώνυμος
πτερ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτερώνυμος
-
90 τετραώνυμος
τετρᾰ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραώνυμος
-
91 τριώνυμος
τρῐ-ώνῠμος, ον,A having three names, PMag.Par. 1.2546, Lyd.Mag.1.21 (in tit.), Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριώνυμος
-
92 φυτώνυμος
φῠτ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυτώνυμος
-
93 χαριτώνυμος
χαρῐτ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαριτώνυμος
-
94 ψευδώνυμος
ψευδ-ώνῠμος, ον,A under a false name, falsely called, ;πανδίκως ψ. Id.Th. 670
;οὔνομα δ' Εὐτυχίδης· ψευδώνυμον ἀλλά με δαίμων θῆκεν ἀφαρπάξας IG3.1308
;ψ. θεοί Ph.2.161
, cf. 2.599;ψ. γνῶσις 1 Ep.Ti.6.21
;φιλόσοφος ψευδεπίγραφος καὶ ψ. Plu.2.479e
; opp.ἀληθής, τὸ μεριστὸν ψ. Dam.Pr. 399
. Adv. - μως by a false name,ψ. σε δαίμονες Προμηθέα καλοῦσιν A.Pr.85
, cf. Them.Or.2.30a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψευδώνυμος
-
95 ἀντιπαρωνυμέομαι
A to be opposite in name or expression, Nicom.Ar.1.8:—[voice] Act. in same sense, Iamb.in Nic. p.18 P., al.:—Subst. [suff] ἀντιπαρ-ωνῠμία, ἡ, ib.p.13 P., al.; and Adj. [suff] ἀντιπαρ-ώνῠμος, ον, Nicom.Ar.2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιπαρωνυμέομαι
-
96 ἀρτιώνυμος
ἀρτι-ώνῠμος, ον,A of even denomination, epith. of all even numbers, Nicom.Ar.1.8:—hence [suff] ἀρτι-ωνῠμέω, to be even, Iamb. in Nic.p.22 P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτιώνυμος
-
97 ἐναντιώνυμος
ἐναντῐ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναντιώνυμος
-
98 ἐπώνυμος
A given as a significant name,τῷ δ' Ὀδυσεὺς ὄνομ' ἔστω ἐπώνυμον Od.19.409
(cf. ὀδυσσάμενος τόδ' ἱκάνω ib. 407);Ἀλκυόνην καλέεσκον ἐπώνυμον, οὕνεκ'.. Il.9.562
, cf. h.Ap. 373;Κύκλωπες δ' ὄνομ' ἦσαν ἐπώνυμοι, οὕνεκα.. Hes.Th. 144
; τῷ μὲν ἐπώνυμον ἦεν [Χρυσάωρ], ὅτ'.. ib. 282 ; when the reason is omitted, the name is itself significant, Ἀρήτη δ' ὄνομ' ἐστὶν ἐπώνυμον ('the Desired') Od.7.54 ; κάρτα δ' ὢν ἐ., πομπαῖος ἴσθι, of Hermes, A.Eu. 90 ; Ζεὺς ἀλεξητήριος ἐ. γένοιτο may he become a defender according to his name, Id.Th.9, cf. 405 ; ἐπωνύμῳ δὲ κάρτα Πολυνείκει λέγω ib. 658 ; ὦ Πολύνεικες ἔφυς ἄρ' ἐ. rightly wert thou named.., E.Ph. 1494 (anap.).2 surnamed,Αθηναίῃ ἐ. Κραθίῃ Hdt.5.45
; πολλῶν ὀνομάτων ἐ., of Aphrodite, S.Fr.941.2 ; τόδ' ἐπώνυμον this is her proper name (sc. Αἴγλα), Isyll.47.3 freq. c. gen., named after a person or thing,ἐμοῦ δ'.. ἐπώνυμον γένος Πελασγῶν A.Supp. 252
, cf. Pr. 850, S.OC65 ; ἐ. ὄρνιχος called after it, Pi.I.6(5).53, cf. Hdt. 7.11, S.Fr. 323, Euph.34.3 ;τῇ Ἀρτέμιδι, ἧς ἐστιν ἐ. ἡ φρατρία Rev.Épigr.1.239
(Naples, ii A.D.);ἔνθεν ἔστ' ἐ. A.Eu. 689
;ἐ. δεῖπνα Θυέστου E.Or. 1008
(anap.);πόλεις ἐ. βασιλέων Plu.Comp.Thes.Rom.4
;ἐ. τοῦ θανάτου τινὸς γενέσθαι Id.Flam.21
;ἐ. ἐπί τινος Hdt.4.184
;ἔκ τινος D.P.779
;ἀπό τινος Scymn.547
: c. dat.,Ὀδυσσεύς εἰμ' ἐ. κακοῖς S.Fr. 965
(s.v.l.);πόλιν ποιεῖν ἐ. τινι Pl.Lg. 969a
;φυλὴν ἐ. ἐποίησαν Ἀττάλῳ Plb.16.25.9
;ἐ. ἑαυτῷ D.H.1.9
; χῶραι ἐ. local names of places, Plb.5.21.7 ; = Lat. cognomen, D.H.5.25 codd.; τῆς πράξεως ἐ., of Mummius, i.e. Achaëcus, Plu.Mar.I ; title, D.C.72.22. Adv. - μως by being named after,ἔκ τινος Ath.3.121a
;ἐ. τῇ γεννώσῃ χώρᾳ Dsc.3.23
.II [voice] Act., giving one's name to a thing or person, αὐτό μοι σύ, παῖ, λαβὼν ἐ. (sc. τὸ σάκος) which gives thee thy name (of Eurysaces), S.Aj. 574 ;τοῦ ἐ. τῆς πόλεως Διονύσου SIG762.13
(Dionysopolis, i B.C.).2 at Athens, οἱ ἐ. (sc. ἥρωες ) the heroes who gave their names to the Attic φυλαί, Decr. ap. And.1.83, Isoc.18.61, D.21.103, etc.b ἄρχων ἐ. the first Archon, who gave his name to the current year, IG3.81, al., Poll.8.89 ; also of the Spartan Ephors, Paus.3.11.2 ; of the Roman consules ordinarii, IG14.1389i34, Hdn.1.16.3 ;οἱ τὰ ἐ. ἄρξαντες App.Syr.51
;ἄρξαντα τὴν ἐ. ἀρχήν SIG872.6
(Eleusis, ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπώνυμος
-
99 ἐρατώνυμος
ἐρᾰτ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρατώνυμος
-
100 ἑτερώνυμος
ἑτερ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτερώνυμος
См. также в других словарях:
-ώνυμος — η, ο / ώνυμος, ον, ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής (πρβλ. μεγαλ ώνυμος, μονώνυμος, πολύ ώνυμος) από το ὄνυμα, αιολ. τ. τού όνομα. Πολλοί τ. τού ουδ. έχουν ουσιαστικοποιηθεῑ (πρβλ. επ ώνυμο, παρώνυμο, ιδι ώνυμο, συν ώνυμο… … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
ευγενώνυμος — εὐγενώνυμος, ον (Μ) αυτός που έχει ευγενές όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευγενής + ώνυμος (< όνομα) λόγω τής συνθέσεως, πρβλ. αν ώνυμος, ομ ώνυμος] … Dictionary of Greek
θεώνυμος — θεώνυμος, ον (ΑΜ) αυτός ο οποίος φέρει το όνομα τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + ωνυμος (< όνυμα, αιολ. τ. τού όνομα), πρβλ. αν ώνυμος, επ ώνυμος. Το ω λόγω τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
θηριώνυμος — θηριώνυμος, ον (Μ) αυτός που έχει πάρει το όνομα του από την ονομασία θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + ώνυμος (< όνυμα, δωρ. τ. τού όνομα), πρβλ. αν ώνυμος, περι ώνυμος. Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ιδιώνυμος — η, ο (Α ἰδιώνυμος, ον) αυτός που ονομάζεται ή χαρακτηρίζεται με ιδιαίτερο όνομα νεοελλ. φρ. (νομ.) «ιδιώνυμο αδίκημα» ή απλώς «ιδιώνυμο» αδίκημα που χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως, διαφορετικά από τα αδικήματα τής γενικότερης κατηγορίας στην οποία από … Dictionary of Greek
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek
ισώνυμος — ἰσώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, φερώνυμος, ομώνυμος («καλεῑν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος», Πίνδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ομ ώνυμος] … Dictionary of Greek
κακώνυμος — η, ο (Α κακώνυμος, ον) αυτός που έχει κακό όνομα, κακή φήμη, δυσώνυμος, δυσφημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
καλώνυμος — καλώνυμος, ον (AM) αυτός που έχει καλό όνομα, καλή φήμη, υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ιδι ώνυμος, ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
κοπρώνυμος — Προσωνυμία του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου Ε’ (718 775). Βλ. λ. Κωνσταντίνος, όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. * * * ο (Μ κοπρώνυμος) επίθετο που δόθηκε υβριστικά από τους εικονολάτρες στον εικονοκλάστη Βυζαντινό αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek