-
1 κῡρι-ώνυμος
κῡρι-ώνυμος, mit einem eigenthümlichen, besonderen Ramen, Sp.
-
2 κῡριώνυμος
κῡρι-ώνυμος, mit einem eigentümlichen, besonderen Ramen
См. также в других словарях:
φαυλωνυμώ — έω, Μ καλώ κάποιον με φαύλο όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + ωνυμῶ (< ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. κυρι ωνυμῶ, ὁμ ωνυμῶ. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek