-
21 ἀργέμων
-
22 ἄργεμον
ἄργεμον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄργεμον
-
23 ἄργεμον
-
24 διάργεμος
-
25 ἐπάργεμος
ἐπ-άργεμος, mit einem weißen Fleck auf dem Auge, blind; übertr., dunkel, unverständlich -
26 ἄργεμον
Grammatical information: n.Meaning: `white spot in the eye, albugo' (Hp.), also plant name (Plin.).Other forms: also - ος m.Derivatives: ἀργεμώνη `Papaver Argemone' (Crateuas), a remedy against ἄργεμος; cf. Chantr. Form. 208not from Hebr. ' argāmān `red purple' (Lagarde Gött. Abh. 35, 205, cf. Lewy Fremdw. 49f.), a.o. because of the meaning.Origin: IE [Indo-European]X [probably] [64] *h₂erǵ- `brilliant white'Etymology: To *ἄργος in ἀργεστής, ἀργεννός like ἄνθεμον to ἄνθος; but this relation is difficult (q.v.); cf. Chantr. Form. 132. Further to1. ἀργός.Page in Frisk: 1,131Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄργεμον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
άργεμος — ἄργεμος, ο (AM) 1. άργεμα (Ι)* 2. το κυρίως σώμα του νυχιού με χαρακτηριστικά το ρόδινο χρώμα και τη γραμμωτή επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο] … Dictionary of Greek
ἄργεμος — albugo masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄργεμοι — ἄργεμος albugo masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Аргемон — (Argemone L.) родовое название растений из семейства маковых (Papaveraceae); почти все представители рода А. происходят из Мексико, а многие виды отнесены позднее к роду Papaver мак, того же сем. Назв. происходит от греч. αργεμός бельмо, по… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
άργεμο — το (Α ἄργεμον) 1. άργεμα (Ι)* 2. είδος ήμερης Βοτάνης (lappa canaria) που πίστευαν ότι θεράπευε το λεύκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. άργεμον, άργεμα και άργεμος συνιστούν ομάδα λέξεων που συνδέονται με το αργός (Ι)* και ανάγονται σ ένα ουδ. *άργος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
αργεμώνη — η (Α ἀργεμώνη) αγριοπαπαρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αργεμώνη χρησιμοποιήθηκε κατά τον Διοσκουρίδη ως φάρμακο κατά της αρρώστιας άργεμος*, αλλά δεν είναι βέβαιο αν πήρε από αυτό την ονομασία του. Δεν αποκλείεται ακόμη να προέρχεται από δάνεια (ξένη) λέξη,… … Dictionary of Greek
ἀργέμοις — ἄργεμον albugo neut dat pl ἄργεμος albugo masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργέμοισι — ἄργεμον albugo neut dat pl (epic ionic aeolic) ἄργεμος albugo masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργέμου — ἄργεμον albugo neut gen sg ἄργεμος albugo masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργέμων — ἄργεμον albugo neut gen pl ἄργεμος albugo masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄργεμον — albugo neut nom/voc/acc sg ἄργεμος albugo masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)