Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπ-άκριος

См. также в других словарях:

  • ἄκριος — ἄκρις hill top fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρία — η (Α ἀκρία) το ακρί* αρχ. 1. (ως επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που βρίσκεται στην Ακρόπολη 2. στον πληθ. ἀκρίαι οι βουνοκορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. θηλ. από το επίθ. ἄκριος < ἄκρος (πρβλ. και ἀκραῑος < ἄκρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»