-
1 έπῳδή
-
2 θελκτήριος
θελκτήριος, ον, bezaubernd, beschwichtigend, anlockend; ϑελκτηρίους μύϑους ἔχοντες Aesch. Eum. 81; Suppl. 442; ὄμματος ϑελκτήριον τόξευμα Suppl. 982, der Zauberpfeil des Blickes; μ ῠϑοι auch Eur. Hipp. 478; ἐπῳδή Plut. amator. 16 M.
-
3 ἐπι-λήσμων
ἐπι-λήσμων, ον, vergeßlich, Ar. Nubb. 129; Plat. Prot. 334 c; Lys. 12, 87 u. Folgde; c. gen., einer Sache nicht eingedenk, ὧν ἔμαϑον ἐπιλησμονέστερον, das, was ich gelernt habe, weniger behalten habend, Xen. Apol. 6. – Auch = Vergessenheit bewirkend, ἐπῳδή Chion. ep. 3.
-
4 ἔπ-ᾳσμα
См. также в других словарях:
ἐπῳδῇ — ἐπῳδή song sung to fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῳδή — song sung to fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επωδή — η (AM ἐπωδή Α και ἐπαοιδή) μαγική ωδή, ξόρκι, μαγγανεία («τά λυτήρια όλων τών μαγγανειών καί τών επωδών», Παπαδ.) αρχ. 1. μαγεία για κάτι ή εναντίον κάποιου («τούτων ἐπωδάς οὐκ ἐποίησεν πατήρ», Αισχύλ.) 2. ευχάριστο τραγούδι 3. ἐπῳδὸς άσματος.… … Dictionary of Greek
επωδή — η ξόρκι, γητειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπωιδαῖς — ἐπῳδή song sung to fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωιδαί — ἐπῳδή song sung to fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωιδῆς — ἐπῳδή song sung to fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωιδήν — ἐπῳδή song sung to fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωιδῶν — ἐπῳδή song sung to fem gen pl ἐπῳδός singing to masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῳδαῖς — ἐπῳδή song sung to fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῳδαί — ἐπῳδή song sung to fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)