-
1 θελκτήριος
θελκτήριος, ον, bezaubernd, beschwichtigend, anlockend; ϑελκτηρίους μύϑους ἔχοντες Aesch. Eum. 81; Suppl. 442; ὄμματος ϑελκτήριον τόξευμα Suppl. 982, der Zauberpfeil des Blickes; μ ῠϑοι auch Eur. Hipp. 478; ἐπῳδή Plut. amator. 16 M.
-
2 θελκτήριος
θελκτήριος, ον, u. θελκτικός, bezaubernd, beschwichtigend, anlockend; ὄμματος ϑελκτήριον τόξευμα, der Zauberpfeil des Blickes -
3 χρεώ
χρεώ, ἡ, ep. χρειώ, gen. χρεόος, zsgz. χρεοῦς, – Bedürfniß, Bedarf, Nothdurft, Noth, dah. Verlangen, dringender Wunsch; oft bei Hom.: ἦ τι μάλα χρεώ, fürwahr, Etwas ist sehr Noth, Il. 9, 197, vgl. 10, 172; χρειοῖ ἀναγκαίῃ, aus dringender, zwingender Noth, 8, 57; χρειὼ ἐμεῖο, das Bedürfniß meiner, Verlangen, Sehnsucht nach mir, 1, 341, vgl. Od. 4, 634; ἵν' οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν, wo kein Ankertau Noth thut, 9, 136; – χρειὼ ἱκάνεται, das Bedürfniß kommt, entsteht, Il. 10, 118. 142. 11, 610 Od. 6, 136; auch χρειὼ γίγνεται, Il. 1, 341; – c. acc. der Person, ὅτε με χρειὼ τόσον ἵκοι Od. 5, 189; τίνα χρειὼ τόσον ἵκει 2, 28; ἐμὲ δέ χρεὼ γίγνεται νηός, mich trifft, überkommt das Bedürfniß des Schiffes, 4, 634, wo γίγνεσϑαι wie ein Verbum der Bewegung mit dem acc. verbunden ist; und sogar bei εἶναι steht dieser acc., οὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχοῆς Il. 21, 322; – mit Auslassung des Verbums steht so nur χρεώ, nicht χρειώ: τίπτε δέ σε χρεώ; sc. ἱκάνει od. ἔχει, warum doch trifft dich die Noth? Od. 1, 225 Il. 10, 85; u. wie hier auch χρή stehen könnte, so wird χρεώ τινά τινος wie χρή construirt, οὔτι με ταύτης χρεὼ τιμῆς, mich trifft das Bedürfniß dieser Ehre nicht, ich bedarf ihrer nicht, sie thut mir nicht Noth, 9, 608; eben so χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ σέ, mir und dir thut guter Rath Noth, 10, 43; μάλα δὲ χρεὼ πάντας Ἀχαιοὺς ἐσϑλῆς καὶ πυκινῆς βουλῆς 9, 75; τί δέ σε χρεὼ ἐμεῖο; was bedarfst du meiner? 11, 601; statt des gen. steht auch der inf., τὸν δὲ μάλα χρεὼ ἑστάμεναι κρατερῶς, den trifft sehr das Bedürfniß, dem thut es sehr Noth, fest zu stehen, 11, 409, wo ebenfalls χρεώ ganz gleich mit χρή construirt ist; vgl. τῷ με μάλα χρεὼ Θέτιδι ζωάγρια τίνειν 18, 406; τῷ καί σε διδασκέμεν οὔτι μάλα χρεώ 23, 308; οὐδέ τί μιν χρεὼ νηῶν ἐπιβαινέμεν Od. 4, 707; ἐμὲ δὲ χρεὼ ϑᾶσσον ἱκέσϑαι 15, 201; einmal findet sich solche Ellipse auch bei Eur. Hec. 970, vgl. Vors. Eur. Or. 659. – Sp. auch = das Geschäft, ἤδη γὰρ χρειὼ κεκράανται Ap. Rh. 4, 193. – Nothwendigkeit, Schicksal, ϑελκτήριος χρειω πόϑοιο ib. 3, 33. – [Χρεώ ist bei Hom. immer einsylbig auszusprechen, u. Il. l 1, 606 vor einem Vocale sogar kurz gebraucht.]
-
4 θέλκτωρ
См. также в других словарях:
θελκτήριος — θελκτήριος, ον (Α) [θελκτήρ] 1. αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει 2. ελκυστικός, μαγευτικός, απατηλός («ὄμματος θελκτήριον τόξευμα» το μαγικό βέλος τού οφθαλμού, Αισχύλ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τo θελκτήριον α) (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… … Dictionary of Greek
θελκτήριος — enchanting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτηρίους — θελκτήριος enchanting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτήριοι — θελκτήριος enchanting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτηρία — θελκτηρίᾱ , θελκτήριος enchanting fem nom/voc/acc dual θελκτηρίᾱ , θελκτήριος enchanting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτηρίων — θελκτήριον charm neut gen pl θελκτήριος enchanting fem gen pl θελκτήριος enchanting masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτήριον — charm neut nom/voc/acc sg θελκτήριος enchanting masc acc sg θελκτήριος enchanting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
αυτοθελκτήριος — αὐτοθελκτήριος, ον (Μ) [θελκτήριος] αυτός που είναι κατεξοχήν θελκτικός, μαγευτικός … Dictionary of Greek
θέλγητρο — το (AM θέλγητρον) [θέλγω] 1. αυτό με το οποίο θέλγει, μαγεύει κάποιος, μέσο γοητείας, γοητεία, χάρη 2. μαγικό μέσο για τον έρωτα, ερωτικό φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ ω. Η κατάλ. η τρον παρεκτεταμένος τ. τής τρον, αναλογικά προς τ. όπως φόβη τρον.… … Dictionary of Greek
θελκτηρίοις — θελκτήριον charm neut dat pl θελκτήριος enchanting masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)