Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπίκριον

См. также в других словарях:

  • ἐπίκριον — yard arm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρίου — ἐπίκριον yard arm neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκρια — ἐπίκριον yard arm neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκριο — το (Α ἐπίκριον) η κατώτατη σταυρωτή κεραία τού ιστού τών τρίστηλων ιστιοφόρων νεοελλ. βάτραχος τής οικογένειας τών κεκυλιιδών αρχ. το πλάγιο ξύλο τού ιστού στο οποίο δένονται τα άρμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίκρια* «ικρίωμα, κατάστρωμα, σκέπαστρο»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»