Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπίγρυπος

См. также в других словарях:

  • επίγρυπος — ἐπίγρυπος, ον (AM) (για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γαμψή μύτη αρχ. (για μύτη ή ράμφος) κάπως, αρκετά κυρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γρυπός «γαμψός»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπίγρυπος — ἐπίγρῡπος , ἐπίγρυπος somewhat hooked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίγρυπον — ἐπίγρῡπον , ἐπίγρυπος somewhat hooked masc/fem acc sg ἐπίγρῡπον , ἐπίγρυπος somewhat hooked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίγρυποι — ἐπίγρῡποι , ἐπίγρυπος somewhat hooked masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»