-
1 λῆμμα
A anything received, opp. δόμα, Antig. ap. Plu.2.182e; λ. καὶ ἀνάλωμα receipt and expense, Lys.32.20, Pl.Lg. 920c, Anaxandr.26; ἀνενεγκεῖν (ἐν- Pap.) ἐν λήμματι place to credit, PEleph.15.4 (iii B.C.), cf. BGU1346.2 (i B.C.), etc.: generally, gain, profit, D.5.12, etc.;λ. τι κέρδους Id.45.14
; esp. of unjust gain, Din. 1.45; παντὸς ἥττων λήμματος unable to resist any temptation of gain, D.19.339;ὥσπερ ἂν τρυτάνη ἐπὶ τὸ λ. ῥέπειν Id.18.298
;λ. λαβεῖν Id.21.28
, 27.39: freq. in pl., S.Ant. 313, D.8.25, etc.;τὰ λ. τοῦ ἀργυρίου Id.49.57
;λημμάτων μετέχειν Id.58.40
;τἀπὸ Θρᾴκης λ. ἕλκουσι δεῦρο Antiph.196
.II in Logic, statement taken as true, assumption; esp. premiss in a syllogism,ἐπὶ λ. τῷ τοιούτῳ A.D.Synt.245.13
;τὰ οἰκεῖα τῇ ἐπιστήμῃ λ. Arist.Top. 101a14
; λήμματα τιθέναι ib. 156a21, cf. Gell.9.16, Phld.Rh.1.9 S.; prop. the major premiss (the minor being πρόσληψις), Crinis Stoic.3.269; later, ἀποδεικτικὰ λήμματα παρασχεῖν offer scientific proofs, Gal.14.627.III matter, substance, or argument of a sentence, etc., opp. form or style ([etym.] λέξις), D.H.Dem.20, Longin.15.10, etc.: hence, title or argument of an epigram, Lat. lemma, Mart.14.2; theme or thesis, Plin.Ep.4.27.3, Mart.10.59; nutricis lemmata, 'baby songs', Aus.Ep.12.90.IV in LXX, burden laid on one, commission received, esp. of prophecy, Na. 1.1, Je.23.33, al.; even,λῆμμα ἰδεῖν Hb.1.1
, cf. La.2.14. -
2 ῥέπω
Aῥέψω Hdt.7.139
, Paus.9.37.8: [tense] aor.ἔρρεψα Hp. Art.38
,48, Pl.Phlb. 46e; poet.ἔρεψα Cerc.4.32
:—turn the scale, sink, ἐτίταινε τάλαντα, ἕλκε δὲ μέσσα λαβών, ῥέπε δ' αἴσιμον ἦμαρ Ἀχαιῶν, implying defeat and death, Il.8.72;ῥέπε δ' Ἕκτορος αἴσιμον ἦμαρ 22.212
;τὸ τοῦδέ γ' αὖ ῥέπει Ar.Ra. 1393
;τοῦ ταλάντου τὸ ῥέπον κάτω βαδίζει τὸ δὲ κενὸν πρὸς τὸν Δία Id.Fr.488.4
, cf. Cerc. l.c.;τὸ μὲν κάτω ῥέπον.., βαρύ· τὸ δὲ ἄνω, κοῦφον Pl.Just. 373e
; ἀεὶ τοὐναντίον ῥ. Id.R. 550e, cf. Archim.Aequil.1 Praef.2 more generally, of things, incline one way or the other, ὅ τι πολλᾷ ῥέποι what is always shifling, never steady, Pi.O.8.23; βλεμμάτων ῥέπει βολή inclines downward, falls, of a young girl's eye, A.Fr. 242; ὕπνος ἐπὶ γλεφάροις ῥέπων sleep falling upon the eyes, Pi.P.9.25; ἐς τὸ λορδόν, κυφόν, Hp.Art.48;ῥ. πρὸς τὴν γῆν Arist.PA 686a32
, etc.3 of one of two contending parties, preponderate, prevail,ἐπὶ ὁκότερα [οἱ Ἀθηναῖοι] ἐτράποντο, ταῦτα ῥέψειν ἔμελλε Hdt.7.139
; μοι σκοπουμένῳ ἔρρεψε δεῖν on consideration [the opinion] that it was necessary prevailed, Pl.Ep. 328b;ἠθῶν.., ἃ ἂν ὥσπερ ῥέψαντα τἄλλα ἐφελκύσηται Id.R. 544e
.4 of persons, εὖ ῥέπει θεός is favourably inclined, A.Th.21; ἐπὶ τὸ πρηνές the doctor should incline towards ( prefer) pronation, Hp.Fract.1 (unless in signf. 2, the subject being τὴν χεῖρα); ῥ. ἐπὶ τὸ πείθεσθαι Isoc.15.4
;ἐπὶ τὸ λῆμμα D.18.298
;πρὸς τὴν ἀνδρείαν Pl.Plt. 308a
, cf. Lg. 802e; alsoῥ. ταῖς γνώμαις ἐπὶ τοὺς Ῥοδίους Plb.33.16.2
;εἴς τινα Luc.
Bis Acc.6; but νομίζων τούτους πλεῖστον ῥέπειν ἐπὶ τὸ ἀγαθὸν τῇ πόλει avail most, have the greatest influence, X.Lac.4.1, cf. Isyll.24; so also , cf. Phlb. 46e; ῥ. πρὸς [τὴν ἡδονήν] Arist.EN 1172a31;ῥ. πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν Id.Pol. 1293b20
.5 ῥ. εἴς τινα fall to, be directed towards, ; τοὔργον εἰς ἐμὲ ῥέπον that this deed points to me, S.OT 847.6 of events, fall, happen, in a certain way,φιλεῖ τοῦτο μὴ ταύτῃ ῥέπειν Id.Ant. 722
; τῇδε or ἐκείνῃ ῥ. Pl.Lg. 862c, Ti. 79e; ῥ. εἴς τι turn or come to something,συμφορὰν.. κακῶν ῥέπουσαν ἐς τὰ μάσσονα A.Pers. 440
; τὸ μηδὲν εἰς οὐδὲν ῥ. naught comes to naught, E.Fr. 532; ὁ χρησμὸς ἐς τοῦτο ῥ. Ar.Pl.51; ὁ γρῖφος ἐνταῦθα ῥ. Antiph.124.11.II trans., cause the scale to incline one way or the other, only in compds. ἐπιρρέπω, καταρρέπω, exc. that A. uses the [voice] Pass., τῶνδ' ἐξ ἴσου ῥεπομένων being equally balanced, Supp.405 (lyr.):—in B.16.25, ὅ τι μὲν ἐκ θεῶν μοῖρα παγκρατὴς ἄμμι κατένευσε καὶ Δίκας ῥέπει τάλαντον, ῥ. is prob. intrans. (sc. ἐπ' αὐτό). (Perh. cogn. with Lith. virpti 'quiver'.) -
3 λαμβάνω
Grammatical information: v.Other forms: Aor. λαβεῖν (Il.), redupl. midd. λελα-βέσθαι (δ 388), pass. λαφθῆναι (Ion.), ληφθῆναι (Att.), λημφθῆναι (hell.); fut. λάψομαι (Ion.), λά[μ]ψεται (Alc., Hamm Grammatik 145), λαψῃ̃ 2. sg. (Dor.), λήψομαι (Att.), λήμψομαι (hell.); perf. εἴληφα (Att.), εἴλαφα (Dor.), λελάβηκα (Ion. Dor. Arc., also Att.), midd. εἴλημμαι (Att.), λέλημμαι (trag.), λέλαμμαι, λελάφθαι (Ion.),Derivatives: Very many derivv., many technical words with specific meanings: A. From λαβεῖν: 1. λαβή `grip, point of application etc.' (Alc. [ λάβα], Ion. Att.), of the compp. e. g. συλλαβή `grip, syllable etc.' (A., Att.); λαβίς f. `grip, cramp, tweezers' (hell.) with λαβίδιον (Dsc., Gal.), ἀντι-, κατα-, περι-λαβεύς `handgrip of a shield, peg etc.' (H., medic.; cf. Boßhardt 81), λάβιον `grip' (Str.), ἀπολάβειον `cramp' (Ph. Bel.). 2. - λάβος in compp. as ἐργο-λάβ-ος m. `untertaker' with - έω, - ία (Att., hell.). 3. - λαβής e. g. εὑ-λαβ-ής (: εὑ λαβεῖν) `careful' with - έομαι, - εια (IA.; lit. s. θρησκεύω, also Kerényi Byz.-Neugr. Jbb. 8, 306ff.). 4. ΛhαβΕτος PN (Att. epigr.). - B. From full-grade forms ( λήψομαι, ληφθῆναι): 1. λῆμμα ( ἀνά- λαμβάνω etc.) `taking in, accept' (Att.). 2. λῆψις ( ἀνά- λαμβάνω etc.), hell. λῆμψις `capture, apprehension, attack of a disease' (Hp., Att.), ἀπό-, διά-λαμψις = ἀπό-, διά-ληψις (Mytil., Kyme a. o.). 3. - λη(μ)πτωρ, e. g. συλ-λήπ-τωρ with συλλήπτρ-ια `participant, assistant' (Att.). 4. ἀνα-, κατα-ληπ-τήρ `scoop' resp. `clamp' (hell.), ἀνα- ληπτρ-ίς f. `connection' (Gal.). 5. παρα- λή(μ)π-της `tax-collector' (hell.), προσωπο-λήπ-της `who looks after the person' (NT). 6. ληπτικός ` receptive' (Arist.), further in comp., e. g. ἐπιληπτικός ` epileptic' (: ἐπίληψις, Hp.). 7. συλ-λήβ-δην adv. `taken together' (Thgn., A.). - On λάβρος s. v.; on ἀμφι-λαφής s. λάφυρον.Etymology: From Aegin. λhαβών, Att.ΛhαβΕτος and εἴληφα (and also hom. ἔ-λλαβον) we see IE. sl-; the Hom. present λάζομαι, for which λαμβάνω was an innovation (Schwyzer 699 f.; metr. uneasy? Kuiper Nasalpräs. 156) shows IE. gʷ; basis therefore IE. * slagʷ-. The aspiration in εἴληφα can be secondary (vgl. Schwyzer 772); perhaps another verb for `grasp' (s. λάφυρον) was involved; also some other formes were influenced by it. the zero grade must be secondary, *sl̥h₂- would hav got long ᾱ.Page in Frisk: 2,77-78Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαμβάνω
См. также в других словарях:
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
PROSTIBULUM, a PROSTANDO — quae venalem pudorem habet: alias prostituta, locô Suetonii mox citandô: Graece ἀπὸ τέγους πόρνη. Epist. apocr. Idremiae, Δώσουσι δὲ ἀπ᾿ αὑτῶν καὶ ταῖς ἐπὶ τοῦ τέγους πόρναις. Τ´εγος enim seu ςτέγος, alias κλισία, cesta meretricia est, οἴκημα… … Hofmann J. Lexicon universale
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
ακόνη — η (Α ἀκόνη) εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ακονιστούν μαχαίρια, ψαλίδια κ.ά. κοφτερά εργαλεία, δηλαδή για να ξαναγίνει η κόψη τους κοφτερή αρχ. μεταφορικές χρήσεις «δόξαν ἔχω ἀκόνας λιγυρᾱς ἐπὶ γλώσσᾳ», παρακινούμαι να λέω (Πίνδ. Ολ. 6, 82)… … Dictionary of Greek
Σερβία — I (Srbija). Ομόσπονδη Δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας, της οποίας καταλαμβάνει κατά μεγάλο μέρος το ανατολικό τμήμα. Έχει έκταση 88.364 τ. χλμ. και πληθυσμό 9.830.000 περίπου κατ. Πρωτεύουσα είναι το Βελιγράδι, που είναι επίσης και πρωτεύουσα … Dictionary of Greek