-
1 επέτειοι
-
2 ἐπέτειοι
-
3 ἐπ-έτειος
ἐπ-έτειος, ion. ἐπέτεος, auch 3 Endgn, ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾶν Aesch. Ag. 988, ϑυσίῃσι ἐπετείῃσι Her. 6, 105; jährlich, καρπός Plat. Rep. V, 470 b, wie ἐπικαρπία Legg. XII, 955 d; τὰ ἐπέτεια, die jährlichen Einkünfte, Inscr. 158, wie ἐπ. φόρος Her. 5, 49; – ein Jahr dauernd, auf ein Jahr geltend, τὰ τῆς βουλῆς ψηφίσματα ἐπέτεια εἶναι Dem. 23, 92, wie ἐγγύαι ἐπέτειοι 33, 27; τὰ κατὰ τὰς ἀρχὰς ἐπέτειά ἐστι Pol. 6, 46. – Uebertr., ἐπέτειοι τὴν φύσιν, jährlich die Natur ändernd, wetterwendisch, Ar. Equ. 518.
-
4 ἐπέτειος
A (lyr.): [dialect] Ion. [full] ἐπέτεος GDI iv p.876, v.l. in Hdt.3.89:—annual,θυσίαι Id.6.105
;ὁ ἐ. καρπός Id.8.108
; ὁ ἐ. φόρος the yearly revenue, Id.5.49;πρόσοδος Id.3.89
;βύβλον τὴν ἐ. γινομένην Id.2.92
; τὸ ὕδωρ τὸ ἐ. the water drawn up by the sun every year, ib.25;γενήματα PTeb.27.33
(ii B.C.); ἐπέτεια, τά, yearly additions to treasure, IG12.242,244; ἐ. ;ἐ. ἀ.λοκες A.Ag.
l.c.;ἐ. νοσήματα
recurring annually,Pl.
R. 405c: metaph., ἐπέτειοι τὴν φύσιν changeful as the seasons, or like birds of passage, Ar.Eq. 518.2 lasting for a year,ἐ. τὰ πολλὰ τῶν ἐντόμων Arist.Long. 466a2
; τῶν φυτῶν τὰ μὲν ἐπέτειον ἔχει τὴν ζωήν ib. 464b25, cf. Thphr.HP1.1.2;ἐ. ψηφίσματα
having force for a year,D.
23.92;τὰ κατὰ τὰς ἀρχάς Plb.6.46.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπέτειος
-
5 ἐπέτειος
ἐπ-έτειος, jährlich; τὰ ἐπέτεια, die jährlichen Einkünfte; ein Jahr dauernd, auf ein Jahr geltend. Übertr., ἐπέτειοι τὴν φύσιν, jährlich die Natur ändernd, wetterwendisch
См. также в других словарях:
ἐπέτειοι — ἐπέτειος annual masc nom/voc pl ἐπέτειος annual masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Αυγουστίνος — I (Γεώργιος Λαμπαρδάκης, Βουκολιές Χανίων Κρήτης 1938 –). Μητροπολίτης Γερμανίας και έξαρχος Κεντρώας Ευρώπης. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια Σάλτσμπουργκ, Μίνστερ και Βερολίνου Γερμανίας (1960 66). Το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… … Dictionary of Greek