-
1 προσοδος
дор. πόθοδος ἥ1) подступ, доступ(πρόσοδοι πρὸς τὸ χωρίον Xen.)
2) воен. атака, нападениеἡ π. μάλιστα ταύτῃ ἐγίνετο τῆ ἵππῳ Her. — сюда конница больше всего устремляла свои атаки;
πρόσοδον ποιεῖσθαι Her. — идти на приступ, атаковать3) вход, допуск(πρὸς τέν βουλήν Dem.)
4) подход, сближениеἀπειπεῖν τέν πρόσοδον Her. — отказать в сближении, т.е. отклонить (брачное) предложение
5) публичное выступление(πρόσοδον ποιεῖσθαι πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.)
6) приход, посещениеἅμα τῇ προσόδῳ Plut. — в первое же посещение
7) культ. торжественное шествие, религиозная процессия8) доход, прибыльπ. κατ΄ ἐνιαυτὸν ἀπό τε τῶν ἐνδήμων καὴ ἐκ τῆς ὑπερορίας Xen. — ежегодные поступления как из внутренних, так и из зарубежных источников;Πόροι ἢ περὴ προσόδων «Доходы или о поступлениях» ( заглавие сочинения Ксенофонта) -
2 πρόσοδος
πρόσοδοςgoing: fem nom sg -
3 πρόσοδος
-
4 πρόσοδος
πρόσοδος, [dialect] Dor. [full] πόθοδος SIG1009.27 (Chalcedon, iii/ii B.C.), etc.; Arc. [full] πόσοδος IG5(2).6.9 (Tegea, iv B.C.): ἡ:—A going or coming to, approach, Pi.N.6.45, Th.4.110; ἡ π. μάλιστα ταύτῃ ἐγίνετο the approach was most feasible on this part, Hdt.9.21; ἀπείπατο τὴν π. rejected his advances, Id.1.205; στυγναὶ π. μελάθρων to the halls, E. Alc. 861 (anap.);π. χαλεπαὶ πρὸς τὸ χωρίον X.An.5.2.3
;ἐτάμομες κοινὰν πόθοδον.. πὸτ τὰν οἰκίαν Tab.Heracl.2.43
.2 onset,π. ποιέεσθαι Hdt.7.223
, 9.101; πρόσοδοι τῆς μάχης onsets or attacks, Id.7.212;αἱ π. αἱ πρὸς τοὺς πολεμίους X.Cyn.12.3
.3 solemn procession to a temple with singing and music,π. μακάρων ἱερώταται Ar.Nu. 307
(lyr.), cf. Pax 397 (lyr.);θυσίαι καὶ π. καὶ εὐχαί Lys.6.33
;ἐπιτελέων τᾶν εὐχᾶν γενομενᾶν θυσίαν καὶ πόθοδον ποιήσασθαι SIG581.6
(Crete, iii/ii B.C.); οἱ ἐπὶ τὰς προσόδους magistrates in charge of the (commissariat of the) processions, ib.711B21 (Delph., ii B.C.), cf. IG22.1707 (iii B.C.);θεοῖς π. τε καὶ πομπὰς ποιεῖσθαι Pl.Lg. 796c
; αἱ πρὸς τοὺς θεοὺς π. X.An.6.1.11, cf. D.18.86.4 approach to an assembly or council,πρόσοδον εἶναι αὐτῷ πρός τε τοὺς πρυτάνεις κτλ... πρώτῳ μετὰ τὰ ἱερὰ ὅταν τι δέηται IG12.59.17
; γράψασθαι πρόσοδον πρὸς τὴν βουλήν to petition for a hearing, D.24.48;π. ποιεῖσθαι πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.1.81
, cf. IG22.1012.12, 9(1).694.39 ([place name] Corcyra), 12(5).837.20 ([place name] Tenos); αἱ πρὸς τὴν βουλὴν αὐτῶν π. Aeschin.2.59;περὶ σωτηρίας τὴν π. ἐποιησάμην Isoc.7.1
; approach to an official, PTeb.326.11 (iii A.D.); π. ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ Mitteis Chr. 96 iii 4 (iv A.D.);τὴν π. πρὸς ὑμᾶς ποιοῦμεν BGU1022.18
(ii A.D.); οἱ στραταγοὶ πόσοδον ποέντω shall grant access (to the Three Hundred), IG5(2) l.c. (unless in signf. 11, shall provide revenue), cf. IG12.70.15.6 visit of a pupil to his master, Plu.2.1044a.7 f.l. for πρόοδος in Ph.Fr.22H.II income, rent, opp. stock or principal,πρόσοδον μὲν οὐδεμίαν ἀποφαίνων, ἀπὸ δὲ τῶν ὑπαρχόντων ἀναλίσκων Lys.32.28
, cf. 24.6, SIG251 iii 29 (Delph., iv B.C.); τοῦ ἐργαστηρίου λαβὼν τὴν π. D.27.18, cf. 21: pl.,ἰδίας ἀπὸ τῶν κοινῶν π. κατεσκευάσατο And.4.11
, cf. Aeschin.3.173: generally, returns, profits, Pl.Lg. 847a.2 public revenue,φόρων π. ἡ ἐπέτειος Hdt.3.89
;ἡ π. ἐγίνετο ἔκ τε τῆς ἠπείρου καὶ ἀπὸ τῶν μετάλλων Id.6.46
; χρημάτων π. Th.2.97, 3.13: mostly in pl., returns, revenue,ἀπὸ τούτου [τοῦ κλήρου] τὰς π. ποιήσασθαι Hdt.2.109
; τοῦ τὰς π. μᾶλλον ἰέναι αὐτῷ that they might come in better, Th.1.4; τὰς π. ἀφαιρήσομεν ib.81;αἱ π. ἀπώλλυντο Id.7.28
;αἱ π. αἱ ἐξ Ἀμφιπόλεως γιγνόμεναι Isoc.5.5
;χρημάτων π. ἐκ πολλῶν μὲν λιμένων ἐκ πολλῶν δ' ἐμπορίων X.HG5.2.16
; ὑποθεῖναί τινι τὰς δημοσίας π. mortgage them, Aeschin.3.104; πόροι ἢ περὶ προσόδων, title of work by X.;ὁ πράκτωρ ὁ ἐπὶ τῶν βασιλικῶν π. τεταγμένος PPetr.3p.56
(iii B.C.); ἡ ἐν προσόδῳ τῶν τέκνων τοῦ βασιλέως [γῆ] land providing revenue for the king's children, ib.p.237 (iii B.C.);ἐν προσόδῳ PTeb.87.1
(ii B.C.); κεχωρισμένη π. ib.60.56, al. (ii B.C.);τῶν ὄντων ἐν τῇ τῆς Ἁθερνεβενταίγεως προσόδῳ ἀρουρῶν PGiss. 37 ii 3
, cf. 14 (ii B.C.); ὡς αἱ π. according to the financial calendar, PEnteux.30.2, al. (iii B.C.), PPetr.3p.8, al. (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσοδος
-
5 πρόσοδος
η1) доход; 2) рента;έγγεια (διαφορική, απόλυτη) πρόσοδος — земельная (дифференциальная, абсолютная) рента
-
6 πρόσοδος
[просодос] ουσ. в. доэод, приход, прнбыдъ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρόσοδος
-
7 πρόσοδος
-
8 πρόσοδος
[просодос] ουσ θ доэод, приход, прнбыдъ. -
9 πρόσοδος
annuityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρόσοδος
-
10 annuity
πρόσοδος -
11 προσόδοις
πρόσοδοςgoing: fem dat pl -
12 προσόδοισι
πρόσοδοςgoing: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
13 προσόδοισιν
πρόσοδοςgoing: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
14 προσόδου
πρόσοδοςgoing: fem gen sg -
15 προσόδους
πρόσοδοςgoing: fem acc pl -
16 προσόδων
πρόσοδοςgoing: fem gen pl -
17 πρόσοδοι
πρόσοδοςgoing: fem nom /voc pl -
18 πρόσοδον
πρόσοδοςgoing: fem acc sg -
19 rant
πρόσοδος, ράντα -
20 рента
рентаж эк. τό ἐἰσόδημα, ἡ πρόσοδος/ ἡ ράντα (от ценных бумаг):пожизненная \рента τό ἰσόβιο εἰσόδημα· земельная \рента ἡ ἐγγεια πρόσοδος· дифференциальная \рента ἡ διαφορική πρόσοδος· абсолютная \рента ἡ ἀπόλυτη πρόσοδος.
См. также в других словарях:
πρόσοδος — going fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) … Dictionary of Greek
πρόσοδος — η 1. εισόδημα από ακίνητο κτήμα. 2. γενικά εισόδημα: Οι πρόσοδοι της οικογένειας είναι περιορισμένες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισόβια πρόσοδος — (Νομ.). Η υποχρέωση παροχής, με σύμβαση ή με χαριστική πράξη (δωρεά, διαθήκη) περιοδικών καταβολών –σε χρήμα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα– σε όλη τη ζωή του δικαιούχου ή του οφειλέτη ή ενός τρίτου προσώπου (άρθρο 840 Α.Κ.). Κατά κανόνα, το ποσό… … Dictionary of Greek
προσόδοις — πρόσοδος going fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδοισι — πρόσοδος going fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδοισιν — πρόσοδος going fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδου — πρόσοδος going fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδους — πρόσοδος going fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδων — πρόσοδος going fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδῳ — πρόσοδος going fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)