Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πρόσοδος

См. также в других словарях:

  • πρόσοδος — going fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) …   Dictionary of Greek

  • πρόσοδος — η 1. εισόδημα από ακίνητο κτήμα. 2. γενικά εισόδημα: Οι πρόσοδοι της οικογένειας είναι περιορισμένες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισόβια πρόσοδος — (Νομ.). Η υποχρέωση παροχής, με σύμβαση ή με χαριστική πράξη (δωρεά, διαθήκη) περιοδικών καταβολών –σε χρήμα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα– σε όλη τη ζωή του δικαιούχου ή του οφειλέτη ή ενός τρίτου προσώπου (άρθρο 840 Α.Κ.). Κατά κανόνα, το ποσό… …   Dictionary of Greek

  • προσόδοις — πρόσοδος going fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσόδοισι — πρόσοδος going fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσόδοισιν — πρόσοδος going fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσόδου — πρόσοδος going fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσόδους — πρόσοδος going fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσόδων — πρόσοδος going fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσόδῳ — πρόσοδος going fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»