-
1 εποπτικός
-
2 ἐποπτικός
-
3 εποπτικος
31) культ. созерцательный2) доступный лишь посвященным, тайный(μέρος τῆς φιλοσοφίας, διδασκαλίαι Plut.)
-
4 εποπτικός
-
5 ἐποπτικός
-ή,-όν A 0-0-0-0-1=1 4 Mc 5,13 -
6 ἐποπτικός
A of or for anἐπόπτης, τὰ τέλεα καὶ ἐ. the highest mysteries, Pl.Smp. 210a, cf. Philoch. 148, Plu.Demetr.26 ; esoteric,διδασκαλίαι Id.Alex.7
;μέρος φιλοσοφίας Id.2.382d
; οἱ -ώτεροι the more deeply initiated, Hld.9.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποπτικός
-
7 ἐποπτικός
ἐπ-οπτικός, ή, όν, den ἐπόπτης betreffend; τὰ ἐποπτικά, die letzten und höchsten Weiden in den eleusinischen Mysterien; ἐποπτικώτεροι, die tiefer Eingeweihten. Übh. geheim -
8 εποπτικά
ἐποπτικόςof: neut nom /voc /acc plἐποπτικά̱, ἐποπτικόςof: fem nom /voc /acc dualἐποπτικά̱, ἐποπτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 ἐποπτικά
ἐποπτικόςof: neut nom /voc /acc plἐποπτικά̱, ἐποπτικόςof: fem nom /voc /acc dualἐποπτικά̱, ἐποπτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 εποπτικώτερον
ἐποπτικόςof: adverbial compἐποπτικόςof: masc acc comp sgἐποπτικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
11 ἐποπτικώτερον
ἐποπτικόςof: adverbial compἐποπτικόςof: masc acc comp sgἐποπτικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
12 εποπτικών
-
13 ἐποπτικῶν
-
14 εποπτικόν
-
15 ἐποπτικόν
-
16 εποπτική
-
17 ἐποπτικῇ
-
18 εποπτικής
-
19 ἐποπτικῆς
-
20 εποπτικαίς
См. также в других словарях:
ἐποπτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποπτικός — ή, ό (Α ἐποπτικός, ή, όν) [επόπτης] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποπτεία ή στον επόπτη (α. «εποπτικὸ συμβούλιο» ειδικό συμβούλιο που εποπτεύει και διοικεί τα δημοτικά σχολεία β. «εποπτικά μέσα διδασκαλίας») αρχ. 1. αυτός που ανήκει … Dictionary of Greek
εποπτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον επόπτη ή την εποπτεία (βλ. λλ.), που συντελεί στο σχηματισμό εποπτείας. 2. «εποπτική διδασκαλία», διδασκαλία με βάση την άμεση παρατήρηση των αντικειμένων που πρόκειται να γνωρίσει ο μαθητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐποπτικά — ἐποπτικός of neut nom/voc/acc pl ἐποπτικά̱ , ἐποπτικός of fem nom/voc/acc dual ἐποπτικά̱ , ἐποπτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποπτικώτερον — ἐποπτικός of adverbial comp ἐποπτικός of masc acc comp sg ἐποπτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποπτικῶν — ἐποπτικός of fem gen pl ἐποπτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποπτικόν — ἐποπτικός of masc acc sg ἐποπτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποπτικαῖς — ἐποπτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποπτικαί — ἐποπτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποπτικοῖς — ἐποπτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποπτικοί — ἐποπτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)