Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐποπτικῆς

См. также в других словарях:

  • ἐποπτικῆς — ἐποπτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γουάιτχεντ, Άλφρεντ Νορθ — (Alfred North Whitehead, Κεντ 1861 – Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1947). Άγγλος φιλόσοφος. Σπούδασε στο Σέρμπορν (Ντόρσετσαϊρ) και στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας και ειδικεύτηκε στη μαθηματική επιστήμη. Το 1898 εξελέγη μέλος της Royal Society. Έως το 1924… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Πρώιος, Δωρόθεος — (Χίος 1765; – Μέγα Ρεύμα Βοσπόρου 1821). Λόγιος μητροπολίτης Aδριανουπόλεως και σχολάρχης της πατριαρχικής σχολής Κωνσταντινούπολης. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στην πατρίδα του και στην Πατμιάδα, παρακολούθησε πανεπιστημιακά, μαθήματα φιλοσοφίας… …   Dictionary of Greek

  • Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων — Μορφωτικός και φιλεκπαιδευτικός σύλλογος. Τον ίδρυσε το 1899 ο Δημήτριος Βικέλας, με την ηθική και πνευματική υποστήριξη πολλών λόγιων της εποχής. Ο ποιητής Γ. Δροσίνης διατέλεσε πρώτος γραμματέας του. Το Βικέλα ώθησε στην ίδρυση του Συλλόγου, ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»