-
1 οπτικός
-
2 ὀπτικός
-
3 ὀπτικός
-
4 ὀπτικός
-
5 οπτικός
-
6 οπτικός
[оптикос] επ оптический, зрительный, относящийся к зрению. -
7 ὀπτικός
A of or for sight: the theory of the laws of sight, optics,Arist.
Metaph. 1077a5, etc.; so ἡ ὀπτική (sc. θεωρία) ib. 997b20 ;- καὶ ἀποδείξεις Id.AP0.76a24
;- κοὶ λόγοι Gal.17(2).214
;- κὴ δύναμις Id.8.20
. Adv.- κῶς Id.18(1).309
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀπτικός
-
8 οπτικός
opticien -
9 οπτικός
optyk (m) rzecz. -
10 οπτικός
optik -
11 οπτικός
1) optician2) visualΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οπτικός
-
12 συν-οπτικός
συν-οπτικός, ή, όν, 1) übersehend, voll Uebersicht u. Einsicht, einsichtsvoll, ὁ μὲν γὰρ συνοπτικὸς διαλεκτικός, Plat. Rep. II, 537 c; τὸ συνοπτικόν, Scharfsinn. – 2) kurz zusammenfassend, unter eine kurze Uebersicht bringend, ὅρος, allgemeine, kurze Uebersicht, Dionys. Areop.
-
13 θε-οπτικός
θε-οπτικός, ή, όν, zu einem solchen gehörend, Dion. Ar.; δύναμις Herm. bei Stob. flor. 11, 23.
-
14 αὐτ-οπτικός
αὐτ-οπτικός, den Augenzeugen betreffend, πίστις, Zuverlässigkeit eines Augenzeugen, Scymn. 128.
-
15 ἐπ-οπτικός
ἐπ-οπτικός, ή, όν, den ἐπόπτης betreffend; τὰ ἐποπτικά, die letzten und höchsten Weiden in den eleusinischen Mysterien, Plut. Demetr. 26; compar., ἐποπτικώτεροι, die tiefer Eingeweihten, Hel. 9, 9; übertr., τὰ τέλεα καὶ ἐποπτικὰ τῶν ἐρωτικῶν Plat. Conv. 209 e. – Uebh. geheim, αἱ ἀκροαματικαὶ καὶ ἐποπτικαὶ διδασκαλίαι, neben ἀπόῤῥητοι καὶ βαρύτεραι, Plut. Alex. 7.
-
16 ὑπερ-οπτικός
ὑπερ-οπτικός, ή, όν, Andere zu verachten od. verächtlich zu behandeln gewohnt, dazu geneigt; Isocr. 1, 30; Plat. defin. 416; τοῦ πλείονος, Aristipp. bei D. L. 2, 72; – adv. ὑπεροπτικῶς, τινός, Xen. Hell. 7, 1, 18; ὑπεροπτικώτερον χρῆσϑαι τοῖς φίλοις Pol. 5, 46, 6; Luc. Nigr. 1 D. D. 22 u. öfter.
-
17 οπτικά
ὀπτικόςof: neut nom /voc /acc plὀπτικά̱, ὀπτικόςof: fem nom /voc /acc dualὀπτικά̱, ὀπτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
18 ὀπτικά
ὀπτικόςof: neut nom /voc /acc plὀπτικά̱, ὀπτικόςof: fem nom /voc /acc dualὀπτικά̱, ὀπτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
19 οπτικώτερον
ὀπτικόςof: adverbial compὀπτικόςof: masc acc comp sgὀπτικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
20 ὀπτικώτερον
ὀπτικόςof: adverbial compὀπτικόςof: masc acc comp sgὀπτικόςof: neut nom /voc /acc comp sg
См. также в других словарях:
ὀπτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… … Dictionary of Greek
οπτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση: Οπτική γωνία, οπτικό πεδίο. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μάτι, ως όργανο της όρασης: Οπτικό νεύρο. 3. αυτός που έχει σχέση με την όραση: Οπτικός τηλέγραφος. 4. ως ουσ., οπτικός, ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀπτικά — ὀπτικός of neut nom/voc/acc pl ὀπτικά̱ , ὀπτικός of fem nom/voc/acc dual ὀπτικά̱ , ὀπτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτικώτερον — ὀπτικός of adverbial comp ὀπτικός of masc acc comp sg ὀπτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτικωτέρων — ὀπτικός of fem gen comp pl ὀπτικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτικῶν — ὀπτικός of fem gen pl ὀπτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτικόν — ὀπτικός of masc acc sg ὀπτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροπορικός σημαντήρας — Οπτικός σημαντήρας για την καθοδήγηση των αεροπλάνων. Χρησιμοποιείται στους διαδρόμους προσγείωσης και στα τυχόν επικίνδυνα σημεία γύρω από τα αεροδρόμια. Συνήθως είναι κόκκινο φως που αναβοσβήνει … Dictionary of Greek
ὀπτικαῖς — ὀπτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτικαί — ὀπτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)