-
1 ἐπιδερμίς
A outer skin, epidermis, Hp.Nat.Puer.20, etc.II. web of water-birds' feet, Arist. ap. Sch.Il.2.460.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδερμίς
См. также в других словарях:
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek