Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπι-χύνω

См. также в других словарях:

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

  • παραχέω — Α χύνω νερό ή άλλο υγρό κοντά σε κάτι, χύνω επί πλέον 2. χύνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο («τὸ μύρον παραχέων βαδίζω», Πλάτ. Κωμ.) 3. χύνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τοῑς σκέλεσι ἔλαιον παραχέειν», Γαλ.) 4. (σχετικά με στερεές ύλες που αποτελούνται από… …   Dictionary of Greek

  • ἐπαναχυνόμενον — ἐπαναχῡνόμενον , ἐπί , ἀνά χύνω pour pres part mp masc acc sg ἐπαναχῡνόμενον , ἐπί , ἀνά χύνω pour pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐπαναχῡνόμενον , ἐπί ἀναχέω pour forth pres part mp masc acc sg ἐπαναχῡνόμενον , ἐπί ἀναχέω pour forth pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επεγχέω — ἐπεγχέω και ἐπεγχύνω και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM) 1. χύνω επί πλέον ή πάνω σε κάτι («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα», Αισχύλ.) 2. (απλώς) χύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχέω «χύνω»] …   Dictionary of Greek

  • επεισχέω — ἐπεισχέω (Α) 1. χύνω κάτι κάπου επί πλέον («ἀθρόον φῶς εἰς τὸν νοῡν ἐπεισέχεε», Φίλ.) 2. παθ. ἐπεισχέομαι (για πλήθος) μπαίνω με ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισχέω «χύνω μέσα»] …   Dictionary of Greek

  • σπένδω — Α 1. κάνω σπονδή, χύνω από το ποτήρι μου κάτω μέρος από το περιεχόμενο υγρό, συνήθως κρασί, ως προσφορά σε κάποιον θεό (α. «αὐτάρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ εὔξεαι», Ομ. Οδ. β. «σπένδων αἴθοπα οἶνον ἐπ αἰθομένοις ἱεροῑσιν», Ομ. Ιλ. γ. «σπείσασα… …   Dictionary of Greek

  • επαφίεμαι — (AM ἐπαφίεμαι και ενεργ. ἐπαφίημι, Μ και ἐπαφίω) νεοελλ. εμπιστεύομαι τον εαυτό μου ή μια υπόθεση σε κάποιον («επαφίεμαι στην κρίση τού δικαστηρίου») αρχ. μσν. 1. αφήνω κάτι να πέσει, να παρασυρθεί 2. αφήνω κάτι να καλυφθεί 3. ρίχνω εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • επαφύσσω — ἐπαφύσσω (Α) αντλώ και χύνω («ἔπειτα δὲ θερμὸν ἐπήφυσεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αφύσσω «αντλώ και χύνω»] …   Dictionary of Greek

  • επεγκανάσσω — ἐπεγκανάσσω (Α) χύνω επάνω, επιχέω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκανάσσα) «χύνω»] …   Dictionary of Greek

  • επιλείβω — ἐπιλείβω (Α) χύνω κρασί για σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λείβω «χύνω»] …   Dictionary of Greek

  • επιτέγγω — ἐπιτέγγω (Α) 1. βρέχω, χύνω νερό σε κάτι, μουσκεύω 2. νοτίζω, υγραίνω ελαφρά 3. μαλακώνω κάτι μουσκεύοντας το 4. στάζω, χύνω από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέγγω «βρέχω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»