Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπι-φύομαι

См. также в других словарях:

  • νεόφυτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1.Καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Μαρτύρησε με ξίφος επί Διοκλητιανού ή Δεκίου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου. 2. Μόνασε στο Βατοπέδι. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • στειροφυής — ές, Μ 1. ο εκ φύσεως στείρος, άγονος 2. αυτός που γεννήθηκε από μητέρα η οποία ήταν στείρα επί μακρό χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στείρος + φυής (< φύω / φύομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ύφεαρ — έαρος, τὸ, Α (στους Αρκάδες) ο ιξός που φύεται στα πεύκα ή στα έλατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. ὕφεαρ είναι σύνθ. από το ὑ/ὐ*, κυπριακό τ. πρόθεσης ισοδύναμο τού επί, και έναν τ. *φέFαρ αναγόμενο στην απαθή βαθμίδα τής ρίζας τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»