-
1 φύομαι
φύομαι рождаться, происходить; aor. ἔφυν pf. πέφυκα быть чем, каким от природы (ἄνθρωπος πεφυκώς имея от природы все свойства человека); с. inf. иметь склонность к чему -
2 φύομαι
(αόρ. εφύην) расти; пускать ростки; прорастать, всходить -
3 φύομαι
med. рождаюсь, происхожу -
4 φύομαι
(bitki) bitmek, yetişmek -
5 προς-επι-φύομαι
προς-επι-φύομαι (s. φύω), noch dazu wachsen, Clem. Al.
-
6 προς-εμ-φύομαι
προς-εμ-φύομαι (s. φύω), noch dazu, noch mehr dranhangen od. festhalten, D. Sic.
-
7 προ-συμ-φύομαι
προ-συμ-φύομαι (s. φύω), vorher zusammenwachsen, Hippocr.
-
8 παρ-εμ-φύομαι
παρ-εμ-φύομαι ( φύω), an der Seite anwachsen, παρενεφύετο Luc. fugit. 10.
-
9 συμ-παρα-φύομαι
συμ-παρα-φύομαι (s. φύω), mit od. zugleich daneben aufkeimen, Theophr. u. a. Sp.
-
10 συν-υπο-φύομαι
συν-υπο-φύομαι (s. φύω), mit od. zugleich darunter wachsen, nachwachsen, mit darunter entstehen, Plut. S. N. V. 9.
-
11 δι-εμ-φύομαι
δι-εμ-φύομαι, darin entstehen, Procl. ad Hes. O. 412. δι-εν-ειλέω, ganz ein-, verwickeln, Luc. Philopatr. 1. δι-εν-είργω, ganz einschließen, Galen.
-
12 ὑπερ-φύομαι
ὑπερ-φύομαι, mit aor. II. u. perf. act. (s. φύω), darüber entstehen, bes. darüber hinauswachsen, übertreffen; ὁ ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ, der sie an Macht übertraf, Her. 6, 127; Sp., wie D. Cass. 56, 2.
-
13 ὑπ-ανα-φύομαι
ὑπ-ανα-φύομαι (s. φύω), med. mit aor. II. und perf. act., darunter wachsen, entstehen, Ael. V. H. 14, 7.
-
14 ὑπο-φύομαι
ὑπο-φύομαι (s. φύω), von unten auf- oder nachwachsen, Arist. H. A. 2, 2. 8, 24.
-
15 φύω
φύω, fut. φύσω, aor. I. ἔφυσα, – hervorbringen, entstehen lassen, bes. von Pflanzen, Bäumen und ihren einzelnen Theilen, wachsen oder aufkeimen lassen, treiben; φύλλα ὕλη φύει Il. 6, 148; σκῆπτρον οὔποτε φύλλα καὶ ὄζους φύσει 1, 235; τοῖσι δ' ὑπὸ χϑὼν δῖα φύεν νεοϑηλέα ποίην, ließ Gras aufsprossen, 14, 347; Ζεφυρίη (πνοή) πνείουσα τὰ μὲν φύει, ἄλλα δὲ πέσσει Od. 7, 119; ὃς τὴν πολύβοτρυν ἄμπελον φύει βροτοῖς Eur. Bacch. 650; καρπὸν φύειν Her. 9, 122; ὅσα γῆ φύει Plat. Rep. X, 621 a; καὶ γεννᾶν Polit. 274 a; φύειν ἐξ αὑτοῦ πάντα Rep. IX, 588 c; Xen. oft. – Auch τρίχας φύειν, Haare wachsen lassen, hervorbringen, Od. 10, 293; vgl. στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων ὥρας φυούσης Aesch. Spt. 517; πώγωνα φύειν, den Bart wachsen lassen, Her. 8, 104; γλῶσσαν, eine Zunge bekommen, 2, 68; πτερά, Flügel bekommen, Ar. Av. 106; Plat. Phaedr. 251 c Tim. 91 d; ὀδόντας u. ä.; – ἄνδρας φύειν, Männer hervorbringen, Her. 9, 122; dah. erzeugen, ὁ φύσας, der Erzeuger, der Vater, Soph. Tr. 1026. 1175 u. oft; τοῖς γονεῦσιν, οἵ σ' ἔφυσαν O. R. 436; Eur. oft; Ar. Vesp. 1472; φύειν καὶ γεννᾶν Plat. polit. 274 a; seltener von der Mutter, φῦσαι, gebären, s. Pors. Eur. Phoen. 34; φράτορας Ar. Ran. 419. – Auch auf Geistiges übtr., ϑεοὶ φύουσιν ἀνϑρώποις φρένας Soph. Ant. 679; auch οὐδὲ τῷ χρόνῳ φύσας φανεῖ φρένας ποτέ, zu Verstande kommen, O. C. 808; El. 1455; νοῦν φύειν Soph. frg.; δόξαν φύειν, Stolz erzeugen, Dünkel bekommen, Her. 5, 91; πόνους αὑτῷ φῦσαι Soph. Ant. 643. – Häufiger im pass. φύομαι, wozu das fut. φύσομαι, bei Sp. auch φυήσομαι gehört, wie aor. II. ἔφῡν, inf. φῠναι, Parmenid. auch φῦν, part. φύς, φῦσα, φύν, optat. φύην statt φυίην bei Theocr. 15, 94 nach Buttmann, Sp. ἐφύην, φυῆναι; perf. πέφῡκα, mit Präsensbdtg, nebst dem plusqpf. ἐπεφύκειν, als impf.; epische synkopirte Formen sind πεφύασι für πεφύκασι, u. part. πεφυώς, ῶτος, Od. 5, 477, fem. πεφυυῖα, Il. 14, 288; Hes. hat auch ἐπέφῡκον statt ἐπεφύκεισαν, wie von einem praes. πεφύκω, O. 151 Sc. 76 Th. 152. 673; – Il. 6, 149, ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει, ἡ δ' ἀπολήγει, ist auch das praes. act. intr. gebraucht; – werden, entstehen, wachsen; zunächst von Pflanzen, τά γ' ἄσπαρτα φύονται Od. 9, 109; ϑάμνος ἔφυ ἐλαίης 23, 190; πρασιαὶ παντοῖαι πεφύασιν 7, 128; ὄζοι ἐπ' ἀκροτάτῃ πεφύασιν Il. 4, 484; δοιοὺς ϑάμνους ἐξ ὁμόϑεν πεφυῶτας Od. 5, 477; τὰ περὶ καλὰ ῥέεϑρα ἅλις ποταμοῖο πεφύκει Il. 21, 352; auch τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει, 4, 109, Hörner waren aus seinem Kopfe gewachsen; ῥόδα φύεται αὐτόματα Her. 8, 138; δένδρα πεφυκότα Xen. Cyr. 4, 3,5; – übertr., ἐν δ' ἄρα οἱ φῦ χειρί, oft bei Hom., eigtl. er wuchs ihm fest an der Hand, oder er wuchs mit der Hand an ihm an, d. i. er faßte ihn so fest bei der Hand, als wäre er an ihm angewachsen, vom kräftigen Händedrucke als Zeichen herzlicher Begrüßung; auch ἔφυν ἐν χερσίν Od. 10, 397, u. ἐν χείρεσσι φύοντο 24, 410, welche Vrbdgn, wie ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες auch als tmes. zu ἐμφύω gezogen werden, was man vergleiche. – Von Menschen, Pind. u. die Tragg.: ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω Aesch. Prom. 27; τίς ἂν εὐξαιτο βροτῶν ἀσινεῖ δαίμονι φῦναι Ag. 1315; σπορᾶς γε μὴν ἐκ τῆςδε φύσεται ϑρασὺς τόξοισι κλεινός Prom. 873; ϑνητοῦ πέφυκας πατρός Soph. El. 1162; κἀξ ἧς ἔφυ γυναικὸς υἱὸς καὶ πόσις O. R. 458, u. öfter; γονῇ πεφυκὼς γεραιτέρᾳ O. C. 1296, der ältere; πόϑεν ἔφυσαν Eur. Suppl. 842; ἀπ' εὐγενοῦς τινος ῥίζης πέφυκας I. T. 610; Διὸς πεφυκὼς Τάνταλος Or. 5, wie auch in Prosa, Xen. Cyr. 5, 5,8; οὔτοι πέφυκα μάντις Eur. Hec. 743; οὐ γὰρ αἰχμητὴς πέφυκεν Or. 702; φὺς ἀπ' ἐμοῦ Xen. Cyr. 5, 4,30; πόϑεν ἔφυ ὁ πόλεμος Pol. 3, 6,9 u. sonst. – Uebh. von Natur eine gewisse Eigenschaft, Anlage haben, von Natur befähigt sein, u. oft für das einfache sein; τὸ μὲν εὖ πράττειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν Aesch. Ag. 1304; ϑεὸς γὰρ οὐκ ἤχϑηρεν ὡς εὔφρων ἔφυ Pers. 758; ἔφυν γὰρ οὐδὲν ἐκ κακῆς πράσσειν τέχνης Soph. Phil. 88; δόξεις ὁμοῖος τοῖς κακοῖς πεφυκέναι 1358; ἔφυν ἀμήχανος Ant. 79; οὐτοι συνέχϑειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν 519, u. sonst, wie Eur.; u. in Prosa, τὸ μὴ διδόναι δίκην πάντων μέγιστόν τε καὶ πρῶτον κακῶν πέφυκε Plat. Gorg. 479 d, u. öfter. Bes. ist πέφυκε c. inf. zu merken, der Natur gemäß sein, gewöhnlich geschehen, pflegen, τὰ δεύτερα τῶν προτέρων πεφυκέναι κρατεῖν Pind. frg. 249; ὅτι χαίρειν πέφυκεν οὐχὶ τοῖς αὐτοῖς ἀεί Soph. Tr. 440; πέφυκε γὰρ καὶ ἄλλως ὁ ἄνϑρωπος τὸ μὲν ϑεραπεῦον ὑπερφρονεῖν Thuc. 3, 39, u. öfter; ἐν οἷς ἅπαντες πεφύκαμεν ἁμαρτεῖν Is. 1, 13; ἡ ψυχὴ πέφυκε αὔξεσϑαι Isocr. 1, 12; ᾑ πέφυκεν ἐπὶ τὴν ψυχὴν ἰέναι Phaedr. 258 c, u. oft; ἐπεφύκει im Ggstz von ἐϑελούσιον Xen. Cyr. 5, 1,8; πεφύκασιν ὑπὸ τούτων κρατεῖσϑαι 5, 1,10; πολὺ ῥᾷον ἔχοντας φυλάττειν ἢ κτήσασϑαι πέφυκε πάντα, es liegt in der Natur der Dinge, daß es leichter ist, Dem. 2, 26; πεφυκέναι πρὸς τὸ ἀληϑές Arist. rhet. 1, 1; u. Sp., wie Pol. verbindet τοῦτο πέφυκε καὶ φιλεῖ συμβαίνειν κατὰ φύσιν, 4, 2,10. – [Υ im praes. u. imperf. u. vor einem Vokal in der synkopirten Form des perf. ist kurz; nur sp. D., wie Nic. Al. 14 u. D. Per. 941. 1013 brauchen es auch im praes. u. imperf. lang, sogar einige Male in der Verssenkung, Nic. Al. 501 D. Per. 1031; und so auch in Zusammensetzungen.]
-
16 διαφυομαι
(aor. 2 διέφῡν, pf. διαπέφυκα)1) расти в разные стороны, разрастатьсяδιαφύντος ἑνὸς πλέον΄ ἐκτελέθουσιν Emped. ap. Arst. — когда одно разрастается, возникает многое
2) расти в промежутке, врастать(ὑμέν διαπεφυκώς Arst.)
3) перен. врастать, укоренятьсяδιαπεφυκέναι τινός Plut. — укрепиться в чем-л.
4) протекать в промежутке -
17 εισφυομαι
досл. вырастать, перен. выдаваться вперед, выступать, находиться -
18 επιφυομαι
(aor. 2 ἐπέφῡν, pf. act. ἐπιπέφῡκα)1) (на чём-л) вырастать, расти(τῷ σήματι ἐπιπέφυκε ἐλαίη Her.; ἐπί и ἔν τινι Arst.)
2) перен. прирастать, крепко хвататься, вцепляться(ἀμφοῖν ταῖν χεροῖν τινι Polyb.)
3) крепко приставать, прилипать, льнуть(τινι Plat., Plut.)
4) неотступно (пре)следовать(ὥσπερ θηρίοις σκύλακες Plut.)
5) впоследствии нарождаться, после появляться(ἐπιφὺς νέος ἀνήρ Plut.)
-
19 καταφυομαι
-
20 μεταφυομαι
(aor. 2 μέτεφυν) перерождаться, становиться, превращаться(ἐν τῇ δευτέρᾳ γενέσει Plat.)
См. также в других словарях:
φύομαι — βλ. πίν. 6 (μόνο στον ενεστ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φύομαι — ΝΜΑ βλ. φύω … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek
ПРИРОДА — 1) в широком смысле всё сущее, весь мир в многообразии его форм; понятие П. в этом значении стоит в одном ряду с понятиями материи, универсума, Вселенной. 2) В более узком смысле объект науки, а точнее совокупный объект естествознания… … Философская энциклопедия
ПРИРОДА — ПРИРОДА (греч. φύσις, лат. natura), одно из центральных понятий античной философской мысли, обладающее широким спектром значений. Греч, существительное φύσις происходит от глагола φύω («выращивать», «рождать», «производить на свет», med.… … Античная философия
συμφύω — ΝΑ, και συμφύνω Α [φύω / ομαι] μέσ. συμφύομαι α) φύομαι μαζί ή συγχρόνως με κάτι β) φύομαι ενωμένος με κάτι νεοελλ. (το μέσ.) α) είμαι συναρθρωμένος με σύμφυση, είμαι συνοστεωμένος β) προσφύομαι αρχ. 1. συνάπτω, συνενώνω κατά φυσικό τρόπο («ἡ μὲν … Dictionary of Greek
υπερφύομαι — Α [φύω, φύομαι] 1. φύομαι, μεγαλώνω πάνω από κάτι ή επάνω σε κάτι (α. «ταῑς ὑποκειμέναις φλεψὶν ὑπερφύονται σαφῶς οἱ ὄνυχες», Γαλ. β. «ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς», Αρισταίν.) 2. υπερτερώ («ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύι», Ηρόδ.) 3. (κατὰ τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
φυτός — ή, όν, Α 1. αυτός που μπορεί να βλαστήσει, να φυτρώσει 2. (ιδίως για ξόανο) αυτός που μπορεί να δημιουργηθεί από τη φύση, χωρίς την ανθρώπινη επενέργεια 3. (με ενεργ. σημ.) καρποφόρος, γόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φυτός έχει σχηματιστεί από θ. φῠ τού ρ … Dictionary of Greek
быть — укр. бути, ст. слав. быти, сербохорв. би̏ти, словен. biti, . чеш. byti, польск. byc, в. луж. byc, н. луж. bys. Родственно лит. būti быть , др. инд. bhūtiṣ, bhūtiṣ, бытие, хорошее состояние, преуспевание , ирл. buith бытие , далее, др. инд.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αγχίφυτος — ἀγχίφυτος, ον (Α) λέγεται για το φυτό που είναι φυτεμένο κοντά σε ένα άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + φύομαι] … Dictionary of Greek
ακροφυής — ἀκροφυής, ὲς (AM) μσν. αυτός που έχει ευγενική καταγωγή ή ανατροφή αρχ. αυτός που φύτρωσε στην άκρη του κλαδιού ἀκροφυῶς επίρρ. μσν. τελείως, χωρίς καμιά έλλειψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + φυὴς < φύος, το ή φυὴ < φύομαι, φύω] … Dictionary of Greek