-
1 επιφορα
ἥ1) приношение на могилу Plut.2) присвоениеἐ. ὀνομάτων Plat. — именование
3) добавление, прибавка(πρὸς τῷ μισθῷ Thuc.)
4) привоз, доставка, снабжение(ἥ ἔξωθεν ἐ. Polyb.)
5) нападение, набег, налет, натиск(τῶν ἐχθρῶν Polyb.)
6) бурный порыв, напор, наплыв(ῥευμάτων Plut.)
ἐ. ὄμβρων Polyb. — бурные ливни;ἐ. δακρύων Polyb. — (внезапный) поток слез;ἥ τῆς αἰσθήσεως ἐ. Plut. — сосредоточенное внимание7) рит. эпифора (конечное предложение периода, в отличие от начального - ἀρχή)8) рит. перенесение(μεταφορά ἐστιν ὀνόματος ἀλλοτρίου ἐ. Arst.)
-
2 αναφορα
ἥ1) восхождение, подъем(ἐκ τοῦ βυθοῦ Arst.; πνεύματος Plut.)
2) отнесение(τινος πρὸς ἓν τέλος Polyb.)
3) передача (дела, вопроса), обращение(εἴς τι Aeschin. и εἴς τινα Arst., Dem., πρός и ἐπί τινα Polyb.)
4) возложение (ответственности, вины)5) устранение, тж. облегчение или способ исправления(συμφορᾶς Eur.; ἁμαρτήματος Plut.)
ἀναφορὰν ἔχειν Plut. — иметь возможность исправить положение6) поступление, доход Plut.7) грам. относительное значение ( местоимения или наречия)8) рит. анафора (повторение слова в начале ряда предложений или их частей, напр.: ὅταν ὡς ύβρίζων, ὅταν ὡς ἐχθρὸς ὑπάρχων, ὅταν κονδύλοις, ὅταν ἐπὴ κόρρης Dem.) -
3 ημέρα
η1) день;ημέρα αναπαύσεως — день отдыха;
ημέραργίας (εργασίας) — выходной (рабочий) день;
ημέρα ακροάσεως — приёмный день;
ημέρα βροχής — дождливый день;
όλη την ημέρα — весь день;
μετά δυό ημέρες — через два дня;
2) сутки;§ κρίσιμος ημέρα — решающий день;
αυγά της ημέρας — диетические яйца;
ψάρι της ημέρας — свежая рыба;
άνθρωπος της ημέρας — а) герой дня; — б) человек всесильный, всемогущий на сегодняшний день;
πλήρης ημέρων — в преклонном возрасте, очень старый;
κάθε ημέραν — каждый день;
ο καθ' ημέραν — ежедневный, каждодневный;
καθ' εκάστην ημέραν — ежедневно, постоянно;
την ημέρα — днём;
μιά φορά την ημέρα — раз в день;
την αυτήν ημέραν — в тот же день;
ημέραν παρ ' ημέραν — через день;
επί των ημέρων μας — в наши дни, в наше время;
εδώ και τρείς ημέρες — три дня тому назад;
τίς τελευταίες ημέρες — на днях, недавно;
προ ολίγων ημέρων — несколько дней тому назад;
την άλλη ημέρα — на следующий день;
άμα τη ημέρα — с наступлением дня;
από ημέρας εις ημέραν — а) изо дня в день, ежедневно; — б) со дня на день, скоро;
με την ημέραν — подённо;
ημέρας και νυκτός — днём и ночью;
μιαν ωραία ν ημέρα — в один прекрасный день;
ημέρα μεσημέρι — среди бела дня, на глазах у публики;
ημέρα αποφράς — роковой, чёрный день;
την ημέρα... — в день, когда...;
είμαι της ημέρας — дежурить;
είναι η ημέρα μου — мой черёд;
είδε το φως της ημέρας — он появился на свет божий;
εσώθηκα ν οι ημέρες του — его дни сочтены
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
διάνυσμα — Γεωμετρική έννοια, που χαρακτηρίζεται από το μήκος, τη διεύθυνση και τη φορά ενός μη (μηδενικού) προσανατολισμένου ευθύγραμμου τμήματος (παραβλέπεται δηλαδή η θέση του προσανατολισμένου τμήματος μέσα στον χώρο). Το δ. συμβολίζεται είτε με ένα… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek