-
1 βραδυπορος
-
2 επιφορα
ἥ1) приношение на могилу Plut.2) присвоениеἐ. ὀνομάτων Plat. — именование
3) добавление, прибавка(πρὸς τῷ μισθῷ Thuc.)
4) привоз, доставка, снабжение(ἥ ἔξωθεν ἐ. Polyb.)
5) нападение, набег, налет, натиск(τῶν ἐχθρῶν Polyb.)
6) бурный порыв, напор, наплыв(ῥευμάτων Plut.)
ἐ. ὄμβρων Polyb. — бурные ливни;ἐ. δακρύων Polyb. — (внезапный) поток слез;ἥ τῆς αἰσθήσεως ἐ. Plut. — сосредоточенное внимание7) рит. эпифора (конечное предложение периода, в отличие от начального - ἀρχή)8) рит. перенесение(μεταφορά ἐστιν ὀνόματος ἀλλοτρίου ἐ. Arst.)
-
3 ρευμα
- ατος τό1) поток, струя(μειλιχίων ποτῶν Soph.; ἐλαίου Plat.; перен. κλαυθμῶν καὴ ὀδυρμῶν Plut.)
τὸ τῆς αὔξης καὴ τροφῆς ῥ. Plat. — приток питательных веществ и непрерывный рост;τὸ τῆς ὄψεως ῥ. Plat. — непрерывный зрительный акт2) тж. pl. течение(ῥεύματα ἰσχυρά Her.; ῥ. Νείλου Plat.)
3) текучесть, непостоянство(τὸ τῆς τύχης ῥ. Men.)
4) извержение (sc. τῆς Αἴτνης Thuc.)5) наплыв, множество, масса(στρατοῦ Aesch., Eur.; μελισσῶν Anth.)
6) разлив, наводнение7) напор, стремительность(ῥ. πολέμου Plut.)
8) мед. истечение или слизь(ῥεύματα νοσηματικά Arst.)
9) ревматическое страдание -
4 στεκτικος
3защищающий, предохраняющийτέχναι ῥευμάτων στεκτικαί Plat. — искусства, предохраняющие от (проникновения) влаги, т.е. домостроительные ремесла
-
5 φρασσω
атт. φράττω (pass.: aor. 1 ἐφράχθην, pf. πέφραγμαι) тж. med.1) огораживать, укреплять(φράξασθαι τέν ἀκρόπολιν θύρῃσί τε καὴ ξύλοισι, φράξασθαι τὸ τεῖχος Her.)
προσφέρεσθαι πρὸς πεφραγμένους Her. — наступать на укрепившихся (противников)2) возводить укрепления3) прикрывать, защищать(φ. ἐπάλξεις ῥινοῖσι βοῶν Hom.)
δέμας ὅπλοισιν φράξαντες Aesch. — вооруженные с головы до ног;φράξασθαι νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ Hom. — прикрыть корабли медной стеной, т.е. стать вокруг кораблей для их обороны4) снабжать гарнизоном5) заграждать, перегораживать, блокировать(τέν ὁδόν Her.; τοὺς ἔσπλους Thuc.)
ὅ ἀγκὼν τοῦ Νείλου φρασσόμενος Her. — прегражденная плотиной излучина Нила;φράξαι τὰ περὴ Θερμοπύλας στενά Plut. — отрезать (занять войсками) Фермопильские теснины;πλεύμων ὑπὸ ῥευμάτων φραχθείς Plat. — легкое, заложенное (наполненное) слизью;οἱ πεφραγμένοι πόροι Arst. — закупоренные каналы6) смыкать(δόρυ δουρί, σάκος σάκεϊ Hom.; τὰ γέρρα Her.)
7) расставлять(ἀρκύστατά τινι, πάγας Aesch.)
8) наполнять(χεῖρά τινι Pind.)
-
6 μετατροπέας
[-εύς (-εως)] ο1) эл. преобразователь;μετατροπέας ηλεκτρικών ρευμάτων — преобразователь тока;
2) эл. трансформатор;3) эк конвертер
См. также в других словарях:
ῥευμάτων — ῥεῡμάτων , ῥεῦμα that which flows neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ρεύματα θαλάσσια — Συνεχείς και με σταθερή διεύθυνση μετατοπίσεις μαζών νερού στους ωκεανούς· μπορούν να είναι οριζόντιες κινήσεις (είτε στην επιφάνεια είτε σε βάθος) ή κάθετες (με ανυψώσεις και καταβυθίσεις των μαζών νερού) και να παρουσιάζουν διεύθυνση, πλάτος,… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… … Dictionary of Greek
αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek