-
1 επιφορα
ἥ1) приношение на могилу Plut.2) присвоениеἐ. ὀνομάτων Plat. — именование
3) добавление, прибавка(πρὸς τῷ μισθῷ Thuc.)
4) привоз, доставка, снабжение(ἥ ἔξωθεν ἐ. Polyb.)
5) нападение, набег, налет, натиск(τῶν ἐχθρῶν Polyb.)
6) бурный порыв, напор, наплыв(ῥευμάτων Plut.)
ἐ. ὄμβρων Polyb. — бурные ливни;ἐ. δακρύων Polyb. — (внезапный) поток слез;ἥ τῆς αἰσθήσεως ἐ. Plut. — сосредоточенное внимание7) рит. эпифора (конечное предложение периода, в отличие от начального - ἀρχή)8) рит. перенесение(μεταφορά ἐστιν ὀνόματος ἀλλοτρίου ἐ. Arst.)
-
2 απροσδεκτος
-
3 μεταφορα
ἥ1) перемещение, вращение(τῆς σελήνης Plut.)
2) употребление слова в переносном значении, метафора(μ. ἐστιν ὀνόματος ἀλλοτρίου ἐπιφορά Arst.)
См. также в других словарях:
ἐπιφορά — ἐπιφορά̱ , ἐπιφορά bringing to fem nom/voc/acc dual ἐπιφορά̱ , ἐπιφορά bringing to fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορᾷ — ἐπιφορά bringing to fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφορά — η (AM ἐπιφορά) [επιφέρω] νεοελλ. (λογ.) συμπέρασμα συλλογισμού μσν. (για όρκο) επιβολή αρχ. 1. προσθήκη στον μισθό κάποιου, επίδομα («τῶν δέ τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου μισθῷ διδόντων τοῑς θρανίταις τῶν ναυτῶν», Θουκ.) 2. μεταφορά… … Dictionary of Greek
ἐπίφορα — ἐπίφορος carrying towards neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορᾶι — ἐπιφορᾷ , ἐπιφορά bringing to fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφοράν — ἐπιφορά̱ν , ἐπιφορά bringing to fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφοράς — ἐπιφορά̱ς , ἐπιφορά bringing to fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφοραῖς — ἐπιφορά bringing to fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφοραί — ἐπιφορά bringing to fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορᾶς — ἐπιφορά bringing to fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορῇ — ἐπιφορά bringing to fem dat sg (epic ionic) ἐπιφορέω put pres subj mp 2nd sg ἐπιφορέω put pres ind mp 2nd sg ἐπιφορέω put pres subj act 3rd sg ἐπιφορέω put pres subj mp 2nd sg ἐπιφορέω put pres ind mp 2nd sg ἐπιφορέω put pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)