-
1 ἐπι-τροπεύω
ἐπι-τροπεύω, ein ἐπίτροπος sein, Verwalter, Vormund, Statthalter sein, absolut, Her. u. A.; τῆς Αἰγύπτου, Her. 7, 7 u. öfter; Λεωβώτεω, 3, 36 u. Sp.; – τὴν πόλιν, verwalten, Her. 8, 127; u. so gew. bei den Attikern, τὰ ἐν τῷ τόπῳ, τὴν κτῆσιν, Plat. Rep. VII, 516 b Legg. IX, 877 b; pass., ἐὰν ἡγῆται κακῶς ἐπιτροπευϑῆναι, bevormundet zu sein, XI, 928 c; vgl. Lys. 10, 5; Is. 1, 9; Dem. 7, 5; τινά, Jemandes Vormund sein, Thuc. 1, 132. – Auch = ἐπιτρέπω, δίαιταν Isae. 5, 31.
-
2 προς-επι-τροπεύω
προς-επι-τροπεύω, Einen noch länger bevormunden, τινά; pass., ἓξ ἔτη προςεπετροπεύϑην ὑπ' αὐτῶν, Dem. 27, 63.
-
3 ἐπιτροπεύω
ἐπι-τροπεύω, ein ἐπίτροπος sein, Verwalter, Vormund, Statthalter sein; τὴν πόλιν, verwalten; pass., ἐὰν ἡγῆται κακῶς ἐπιτροπευϑῆναι, bevormundet zu sein; τινά, j-s Vormund sein -
4 επετροπεύθην
-
5 ἐπετροπεύθην
-
6 επετρόπευον
-
7 ἐπετρόπευον
-
8 επιτετροπευκότα
ἐπί-τροπεύωperf part act neut nom /voc /acc plἐπί-τροπεύωperf part act masc acc sg -
9 ἐπιτετροπευκότα
ἐπί-τροπεύωperf part act neut nom /voc /acc plἐπί-τροπεύωperf part act masc acc sg -
10 επιτροπευω
1) быть опекуном, уполномоченным, управляющимἱκανὸς εἶναι ἐ. Xen. — годиться в управляющие;
ἐ. τινί Plat. — управлять по чьему-л. поручению;2) заведовать, распоряжаться, ведать(τέν κτῆσιν Plat.)
3) быть опекуном, опекать(τινά Thuc., Lys., Isae. и τινός Plut.)
καχῶς ἐπιτροπευθῆναι Plat. — быть плохо опекаемым;ἐπιτετροπευμένος ὑπὸ τοῦ πάππου Lys. — находящийся под опекой деда4) предоставлять(δίαιταν Isae. - v. l. ἐπιτρέπω)
-
11 επετροπεύθη
-
12 ἐπετροπεύθη
-
13 επετροπεύθησαν
-
14 ἐπετροπεύθησαν
-
15 επετροπεύοντο
-
16 ἐπετροπεύοντο
-
17 επετροπεύσαμεν
-
18 ἐπετροπεύσαμεν
-
19 επετρόπευε
-
20 ἐπετρόπευε
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπετροπεύθην — ἐπί τροπεύω aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐπί τροπεύω aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετρόπευον — ἐπί τροπεύω imperf ind act 3rd pl ἐπί τροπεύω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτετροπευκότα — ἐπί τροπεύω perf part act neut nom/voc/acc pl ἐπί τροπεύω perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετροπεύθη — ἐπί τροπεύω aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετροπεύθησαν — ἐπί τροπεύω aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετροπεύοντο — ἐπί τροπεύω imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετροπεύσαμεν — ἐπί τροπεύω aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετρόπευε — ἐπί τροπεύω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετρόπευεν — ἐπί τροπεύω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετρόπευες — ἐπί τροπεύω imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετρόπευσαν — ἐπί τροπεύω aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)