-
1 επιτροπευω
1) быть опекуном, уполномоченным, управляющимἱκανὸς εἶναι ἐ. Xen. — годиться в управляющие;
ἐ. τινί Plat. — управлять по чьему-л. поручению;2) заведовать, распоряжаться, ведать(τέν κτῆσιν Plat.)
3) быть опекуном, опекать(τινά Thuc., Lys., Isae. и τινός Plut.)
καχῶς ἐπιτροπευθῆναι Plat. — быть плохо опекаемым;ἐπιτετροπευμένος ὑπὸ τοῦ πάππου Lys. — находящийся под опекой деда4) предоставлять(δίαιταν Isae. - v. l. ἐπιτρέπω)
См. также в других словарях:
ἐπετροπεύθην — ἐπί τροπεύω aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐπί τροπεύω aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετρόπευον — ἐπί τροπεύω imperf ind act 3rd pl ἐπί τροπεύω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτετροπευκότα — ἐπί τροπεύω perf part act neut nom/voc/acc pl ἐπί τροπεύω perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετροπεύθη — ἐπί τροπεύω aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετροπεύθησαν — ἐπί τροπεύω aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετροπεύοντο — ἐπί τροπεύω imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετροπεύσαμεν — ἐπί τροπεύω aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετρόπευε — ἐπί τροπεύω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετρόπευεν — ἐπί τροπεύω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετρόπευες — ἐπί τροπεύω imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετρόπευσαν — ἐπί τροπεύω aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)