Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπι-σκήπτω

См. также в других словарях:

  • κατασκήπτω — (Α) 1. (για οργή θεών ή για οιωνό ή για την τύχη κ.λπ.) εφορμώ, επιπίπτω 2. (για αιφνίδια νόσο) προσβάλλω 3. πέφτω επάνω 4. εκλιπαρώ με προσευχές ή ικεσίες 5. (για φήμη) διαδίδομαι 6. φρ. α) «κατασκηφθέντα χωρία» χωριά που χτυπήθηκαν από κεραυνό… …   Dictionary of Greek

  • επισκήπτω — ἐπισκήπτω (AM) 1. (κυρίως για κάποιο κακό) ρίχνω, κάνω κάτι να πέσει («ἐπεὶ δὲ τὸ πρᾱγμα δεῡρ’ ἐπέσκηψεν τόδε», Αισχ.) 2. ρίχνω σε κάποιον την υποχρέωση για κάτι, ορίζω να κάνει ή να υποστεί κάτι («Μοῑρ’... ἐπέσκηψε δὲ Πέρσαις πολέμους», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • επισκηπτικός — ή, ό αυτός που διευθύνεται ορμητικά από πάνω προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι σκήπτω «ρίχνω, κάνω κάτι να πέσει» + επίθημα ικός]. < …   Dictionary of Greek

  • κατεπισκήπτω — (Μ) παραγγέλω κάτι σε κάποιον, διατάζω κάποιον να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι σκήπτω «ορίζω, δίνω εντολή»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»