Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπι-σκώπτω

См. также в других словарях:

  • επισκώπτω — ἐπισκώπτω (Α) 1. κοροϊδεύω, περιγελώ 2. παίζω, κάνω αστεία («χώρει... εἰς τοὺς εὐανθεῑς κόλπους... κἀπισκώπτων καὶ παίζων», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκώπτω «εμπαίζω, κοροϊδεύω»] …   Dictionary of Greek

  • επιτωθάζω — ἐπιτωθάζω (Α) 1. αστειεύομαι, σκώπτω, χαριεντίζομαι («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον καὶ [πράως] ἐπιτωθάζων», Πλάτ.) 2. περιγελώ, χλευάζω, περιπαίζω («ἐπιτωθάζων τὸ γεγονός», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τωθάζω «κοροϊδεύω»] …   Dictionary of Greek

  • εφεψιώμαι — ἐφεψιῶμαι, άομαι (Α) εμπαίζω, χλευάζω, σκώπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑψιῶμαι «διασκεδάζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσεπιχλευάζω — Μ χλευάζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιχλευάζω «σκώπτω, εμπαίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»