-
1 επιμηδομαι
(только в praes. и impf.) (против кого-л.) замышлять, придумывать(δόλον τινί Hom.)
См. также в других словарях:
επιμήδομαι — ἐπιμήδομαι (Α) σχεδιάζω κακό εναντίον κάποιου («δόλον ἐπεμήδετο πατρί», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μήδομαι «στοχάζομαι»] … Dictionary of Greek