Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπιμήδομαι

См. также в других словарях:

  • επιμήδομαι — ἐπιμήδομαι (Α) σχεδιάζω κακό εναντίον κάποιου («δόλον ἐπεμήδετο πατρί», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μήδομαι «στοχάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπεμήδετο — ἐπιμήδομαι imagine imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμήσαο — ἐπιμήδομαι imagine aor ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμήδει — ἐπιμήδομαι imagine pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»