-
1 ἐπι-θεραπεύω
ἐπι-θεραπεύω, dabei dienen, willfährig sein, τὰ μέτρια, neben δουλεύειν, Thuc. 8, 84; – dabei sorgen, darauf bedacht sein, τὴν ἑαυτοῦ κάϑοδον Thuc. 8, 47; – hinterher heilen, eine Nachkur brauchen lassen, Geop.
-
2 ἐπιθεραπεύω
ἐπι-θεραπεύω, dabei dienen, willfährig sein; dabei sorgen, darauf bedacht sein; hinterher heilen, eine Nachkur brauchen lassen -
3 επιθεραπευω
1) заботиться, прилагать усилияἐ. τέν κάθοδον ἐς τέν πατρίδα Thuc. — прилагать все усилия к возвращению на родину
2) окружать заботами (вниманием), всячески угождать(τινά Thuc.)
-
4 ἐπιτηδεύω
ἐπιτηδεύω, impf. ἐπετήδευον, Plat. Phaed. 64 a, perf. ἐπιτετήδευκα, ibd. 82 a, obwohl es kein simplex giebt ( ἐπιτηδές); genau, mit Sorgfalt verrichten, betreiben, ἐν τοῖς κακοῖς πολλή γ' ἀνάγκη κἀπιτηδεύειν κακά, Böses treiben; = ϑεραπεύω, Soph. El. 301; λαλιὰν ἐπιτηδεῦσαι Ar. Ran. 1096, sich auf Geschwätz legen; εὐπαϑείας Her. 1, 135, sich dem Wohlleben ergeben; τὸ δ' ἐπὶ κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῇ ἐπετήδευσαν, thaten sie mit Fleiß, Thuc. 1, 37; τέχνην, eine Kunst treiben, Plat. Theaet. 149 a; εἷς ἕκαστος ἓν ἐπιτήδευμα καλῶς ἐπιτηδεύοι Rep. III, 394 e; ἀρετήν X, 613 a; φιλοσοφίαν Euthyd. 307 b u. ä. öfter; τὸ μὲν ἐπιτηδευτέον, τὸ δ' οὔ Theaet. 176 b; εὐσέβειαν Antiph. 2 γ 11; Folgende; absolut, sich anstrengen, Lycurg.; ἐπιτηδεύσας ὅκως ζεύξῃ Her. 3, 102; listig ersinnen, τὶ πρός τι, 6, 125; pass., κακά τινι ἐπιτετήδευται Lys. 13, 65; κύνες ἐπιτετηδευμέναι πρὸς τὸ αἱρεῖν, Hunde, die abgerichtet sind, zu fangen, Xen. Cyr. 1, 6, 40; τὸ δ' ἐπετηδεύϑη, war mit Fleiß gemacht, Her. 1, 98; – pflegen, Her. 3, 18; ἐπετήδευε κομᾶν Plat. Gorg. 524 c.
См. также в других словарях:
θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… … Dictionary of Greek
στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… … Dictionary of Greek
επιφαρμάσσω — ἐπιφαρμάσσω και αττ. τ. ἐπιφαρμάττω (Α) μεταχειρίζομαι ξανά ένα φάρμακο («οὐκ ἀκίνδυνον ἐπιφαρμάσσειν τὰ σπλάγχνα ἤδη πεφαρμαγμένα», Αχ. Τάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φαρμάσσω «θεραπεύω με φάρμακα, κάνω φαρμακευτική αγωγή» (< φάρμακον)] … Dictionary of Greek
επουλώνω — (AM ἐπουλῶ, όω) κάνω ώστε να κλείσει μια πληγή, θεραπεύω νεοελλ. κάνω να λησμονηθεί κακό ή συμφορά («ο χρόνος επουλώνει τον πόνο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουλόω «χαράζω, προξενώ ουλές»] … Dictionary of Greek
εφάπτομαι — (ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω) μέσ. 1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.) 2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύλη νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek
καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… … Dictionary of Greek
κατασείω — (AM) 1. σείω πολύ, γκρεμίζω κάτι σείοντάς το (α. «μίαν μὲν ἣ τοῡ μεγάλου οἰκοδομήματος κατὰ τὸ χῶμα προσαχθεῑσα ἐπὶ μέγα τε κατέσεισε καὶ τοὺς Πλαταιᾱς ἐφόβησεν», Θουκ. β. «σεισμὸς κατέσεισε τὴν πόλιν», Αιλ.) 2. ρίχνω κάτω αρχ. 1. ενοχλώ, ταράζω… … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
περιοδεύω — ΝΜΑ ταξιδεύω γύρω γύρω, περιέρχομαι, μετακινούμαι από τόπο σε τόπο, πηγαίνω σε όλα τα σημεία περιοχής (α. «οι υποψήφιοι βουλευτές περιοδεύουν στην ύπαιθρο» β. «οὕς ἐξαπέστειλεν ὁ Κύριος περιοδεῡσαι τὴν γῆν», Ωριγ.) νεοελλ. το ουδ. εν. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek