Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐπαϑείας

См. также в других словарях:

  • εὐπαθείας — εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem acc pl εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem gen sg (attic doric aeolic) εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem acc pl (ionic) εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • благостраданиѥ — БЛАГОСТРАДАНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Страдание во имя спасения души: въсьприимѣте праведныхъ сѣни... божественыи равныи аньгѣломъ санъ при˫асте. за оружьѥ и за бл҃гостраданиѥ телесноѥ. вспри˫атиѥ вѣчныхъ бл҃гъ. за покорениѥ и похоти ѡ(т)сѣщениѥ. съ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επιτηδεύω — (AM ἐπιτηδεύω) [επιτήδειος] νεοελλ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με υπερβολική λεπτολογία 2. μέσ. επιτηδεύομαι ασχολούμαι επιδέξια με κάτι, είμαι επιτήδειος, δεξιοτέχνης σε κάτι 3. συνεκδ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι κάτι μσν. 1. επινοώ, μηχανεύομαι 2.… …   Dictionary of Greek

  • ερεθισμός — ο (Α ἐρεθισμός) [ερεθίζω] 1. εξόργιση, παρόξυνση, διέγερση 2. προτροπή, παρακίνηση 3. η οποιαδήποτε αντίδραση ενός οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις, η αύξηση τής ευαισθησίας ή ευπάθειας ενός οργάνου τού σώματος, η φλόγωση νεοελλ. (ψυχολ.) κάθε …   Dictionary of Greek

  • ευπάθεια — η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) [ευπαθής] (για νόσους) η έλλειψη αντοχής τού οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου») νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις… …   Dictionary of Greek

  • ευπαθειομετρητής — ο φωτογραφικό όργανο που χρησιμεύει στη μέτρηση τής ευπάθειας τών φωτογραφικών πλακών στο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. sensitometer)] …   Dictionary of Greek

  • κοσμικός — ή, ό (ΑM κοσμικός, ή, όν) [κόσμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο, στο σύμπαν (α. [στην πυθαγόρεια φιλοσοφία] «κοσμική μουσική» το σύνολο τών διακεχυμένων στο σύμπαν αρμονιών β. «τ οὐρανοῡ δὲ καὶ τῶν κοσμικῶν πάντων», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ερεθισμός — ερεθισμός, ο και ερέθισμα, το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ερεθίζω, διέγερση. 2. αύξηση της ευαισθησίας ή ευπάθειας οργάνου του σώματος: Ερεθισμός των ματιών. 3. (ψυχολ.), το φυσικό αίτιο που προκαλεί τη διέγερση αισθητηρίου οργάνου:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»