-
1 ευπαθείας
εὐπαθείᾱς, εὐπάθειαcomfort: fem acc plεὐπαθείᾱς, εὐπάθειαcomfort: fem gen sg (attic doric aeolic)εὐπαθείᾱς, εὐπάθειαcomfort: fem acc pl (ionic)εὐπαθείᾱς, εὐπάθειαcomfort: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
2 εὐπαθείας
εὐπαθείᾱς, εὐπάθειαcomfort: fem acc plεὐπαθείᾱς, εὐπάθειαcomfort: fem gen sg (attic doric aeolic)εὐπαθείᾱς, εὐπάθειαcomfort: fem acc pl (ionic)εὐπαθείᾱς, εὐπάθειαcomfort: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
3 εὐ-πάθεια
εὐ-πάθεια, ἡ, ion. εὐπαϑίη, Her. 8, 99, das Wohlergehen, sinnliches Behagen, Sinnengenuß, χορεύειν καὶ ἐν εὐπαϑίῃσιν εἶναι, 1, 22. 191. 8, 99; εὐπαϑείας παντοδαπὰς ἐπιτηδεύουσιν 1, 135; vgl. Xen. Ages. 9, 3, der auch οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ' εὐπάϑειαν νομίζειν sagt, ibd. 11, 9; ὡς σημείῳ τῆς εὐπαϑείας χαίρουσι τῇ τιμῇ Arist. Eth. 8, 9; Plat. Rep. III, 404 d ἀττικῶν πεμμάτων τὰς δοκούσας εὐπαϑείας; X, 615 a. Bes. bei den Stoikern, auch den Epikuräern, Ausdruck für ἡδονή im guten Sinne, D. L. 7, 115; Plut. – Allgemein, leichte Empfänglichkeit für äußere Eindrücke, τὴν γῆν προδιαλύομεν καὶ μαλάττομεν, ἵνα κοπεῖσα μεταβάλλῃ δι' εὐπάϑειαν Plut. Symp. 2, 6, 3.
-
4 εὐπάθεια
A comfort, ease, X.Ages.9.3; οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ' εὐ. νομίζειν ib.11.9, cf. Plu.2.132c: esp. in pl., enjoyments, luxuries, ἐν εὐπαθείῃσι εἶναι enjoy oneself, make merry, Hdt.1.22, 191, 8.99;εὐπαθείας ἐπιτηδεύειν Id.1.135
; also, delicacies, dainties, , cf. Pl.R. 404d.2 pl. in Stoic Philos., innocent emotions, opp. πάθη, Stoic.3.105,al.3 = τὸ εὖ πάσχειν, receipt of benefits, Arist.EN 1159a21.4 sensitiveness to impressions, Alex.Aphr.Pr.2.53; to disease, Gal.8.205, al.; passivity, Plu.2.589.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπάθεια
-
5 ἐπιτηδεύω
ἐπιτηδεύω, impf. ἐπετήδευον, Plat. Phaed. 64 a, perf. ἐπιτετήδευκα, ibd. 82 a, obwohl es kein simplex giebt ( ἐπιτηδές); genau, mit Sorgfalt verrichten, betreiben, ἐν τοῖς κακοῖς πολλή γ' ἀνάγκη κἀπιτηδεύειν κακά, Böses treiben; = ϑεραπεύω, Soph. El. 301; λαλιὰν ἐπιτηδεῦσαι Ar. Ran. 1096, sich auf Geschwätz legen; εὐπαϑείας Her. 1, 135, sich dem Wohlleben ergeben; τὸ δ' ἐπὶ κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῇ ἐπετήδευσαν, thaten sie mit Fleiß, Thuc. 1, 37; τέχνην, eine Kunst treiben, Plat. Theaet. 149 a; εἷς ἕκαστος ἓν ἐπιτήδευμα καλῶς ἐπιτηδεύοι Rep. III, 394 e; ἀρετήν X, 613 a; φιλοσοφίαν Euthyd. 307 b u. ä. öfter; τὸ μὲν ἐπιτηδευτέον, τὸ δ' οὔ Theaet. 176 b; εὐσέβειαν Antiph. 2 γ 11; Folgende; absolut, sich anstrengen, Lycurg.; ἐπιτηδεύσας ὅκως ζεύξῃ Her. 3, 102; listig ersinnen, τὶ πρός τι, 6, 125; pass., κακά τινι ἐπιτετήδευται Lys. 13, 65; κύνες ἐπιτετηδευμέναι πρὸς τὸ αἱρεῖν, Hunde, die abgerichtet sind, zu fangen, Xen. Cyr. 1, 6, 40; τὸ δ' ἐπετηδεύϑη, war mit Fleiß gemacht, Her. 1, 98; – pflegen, Her. 3, 18; ἐπετήδευε κομᾶν Plat. Gorg. 524 c.
-
6 επιτηδευω
ἐ. τέχνην τινά Plat. — заниматься каким-л. искусством;
ἐ. λαλιάν Arph. — заниматься болтовней;εὐπαθείας παντοδαπὰς ἐ. Her. — предаваться всевозможным наслаждениям;ἐ. τὰ καλὰ καὴ τὰ ἀγαθά Xen. — творить добрые и прекрасные дела;ἐ. ἀρετήν Plat. — вести добродетельную жизнь;νόμους μιμέεσθαι τοὺς Κυρηναίων ἐ. Her. — стараться подражать установлениям киренейцев;ἐ. μάλιστά τι Her. — особенно заботиться о чем-л.;ἐ. κομᾶν Plat. — заботиться о прическе;κύνες ἐπιτετηδευμέναι πρὸς τὸ κατὰ πόδας αἱρεῖν Xen. — собаки, приученные хватать (зайца) за ноги;τὸ χωρίον μᾶλλόν τι ἐπετηδεύθη Her. — местность была еще несколько (искусственно) видоизменена -
7 ἐπιτηδεύω
Aἐπετήδευον Pl.Phd. 64a
: [tense] aor.ἐπετήδευσα Th.1.37
: [tense] pf. ἐπιτετήδευκα, [voice] Pass. -ευμαι, Pl.Hp.Ma. 304b, Lys.13.65 : (as if a compd. of ἐπί, Τηδεύω, but it is formed directly from ἐπιτηδές):— pursue or practise a thing, make it one's business, c.acc.,εὐπαθείας Hdt.1.135
, etc. ;ἐν τοῖς κακοῖς..ἀνάγκη κἀπιτηδεύειν κακά S.El. 309
; ; ; ; τέχνην, μουσικήν, Pl.Tht. 149a, X.Ath.1.13, etc. ; ἐ. τι πρός τι invent with a view to.., Hdt.6.125:—[voice] Pass., to be practised,ὅσα κακὰ καὶ αἰσχρά τινι ἐπιτετήδευται Lys.13.65
; also, to be made so and so by art, opp. to being so by nature, Hdt.1.98 ; of dogs, to be carefully trained,πρός τι X.Cyr.1.6.40
.2 c. inf.. take care to do, use to do, Hdt.3.18, 4.170, Pl.Grg. 524c, Jul.Or.1.3d, etc. ; alsoἐ. ὅπως.. Hdt.3.102
.3 abs. in part., οὐδὲν αὐτοὶ ἐπιτηδεύοντες without any deliberate purpose on our part, Speus. ap. Theol.Ar.61 ; on purpose,Hld.
5.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτηδεύω
-
8 ἐπιτηδεύω
ἐπιτηδεύω, genau, mit Sorgfalt verrichten, betreiben, ἐν τοῖς κακοῖς πολλή γ' ἀνάγκη κἀπιτηδεύειν κακά, Böses treiben;; λαλιὰν ἐπιτηδεῦσαι, sich auf Geschwätz legen; εὐπαϑείας, sich dem Wohlleben ergeben; τὸ δ' ἐπὶ κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῇ ἐπετήδευσαν, taten sie mit Fleiß; τέχνην, eine Kunst treiben; sich anstrengen; listig ersinnen; κύνες ἐπιτετηδευμέναι πρὸς τὸ αἱρεῖν, Hunde, die abgerichtet sind, zu fangen; τὸ δ' ἐπετηδεύϑη, war mit Fleiß gemacht; pflegen
См. также в других словарях:
εὐπαθείας — εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem acc pl εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem gen sg (attic doric aeolic) εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem acc pl (ionic) εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
благостраданиѥ — БЛАГОСТРАДАНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Страдание во имя спасения души: въсьприимѣте праведныхъ сѣни... божественыи равныи аньгѣломъ санъ при˫асте. за оружьѥ и за бл҃гостраданиѥ телесноѥ. вспри˫атиѥ вѣчныхъ бл҃гъ. за покорениѥ и похоти ѡ(т)сѣщениѥ. съ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επιτηδεύω — (AM ἐπιτηδεύω) [επιτήδειος] νεοελλ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με υπερβολική λεπτολογία 2. μέσ. επιτηδεύομαι ασχολούμαι επιδέξια με κάτι, είμαι επιτήδειος, δεξιοτέχνης σε κάτι 3. συνεκδ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι κάτι μσν. 1. επινοώ, μηχανεύομαι 2.… … Dictionary of Greek
ερεθισμός — ο (Α ἐρεθισμός) [ερεθίζω] 1. εξόργιση, παρόξυνση, διέγερση 2. προτροπή, παρακίνηση 3. η οποιαδήποτε αντίδραση ενός οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις, η αύξηση τής ευαισθησίας ή ευπάθειας ενός οργάνου τού σώματος, η φλόγωση νεοελλ. (ψυχολ.) κάθε … Dictionary of Greek
ευπάθεια — η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) [ευπαθής] (για νόσους) η έλλειψη αντοχής τού οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου») νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις… … Dictionary of Greek
ευπαθειομετρητής — ο φωτογραφικό όργανο που χρησιμεύει στη μέτρηση τής ευπάθειας τών φωτογραφικών πλακών στο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. sensitometer)] … Dictionary of Greek
κοσμικός — ή, ό (ΑM κοσμικός, ή, όν) [κόσμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο, στο σύμπαν (α. [στην πυθαγόρεια φιλοσοφία] «κοσμική μουσική» το σύνολο τών διακεχυμένων στο σύμπαν αρμονιών β. «τ οὐρανοῡ δὲ καὶ τῶν κοσμικῶν πάντων», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
ερεθισμός — ερεθισμός, ο και ερέθισμα, το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ερεθίζω, διέγερση. 2. αύξηση της ευαισθησίας ή ευπάθειας οργάνου του σώματος: Ερεθισμός των ματιών. 3. (ψυχολ.), το φυσικό αίτιο που προκαλεί τη διέγερση αισθητηρίου οργάνου:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)