-
1 επιτηρεί
ἐπιτηρέωlook out: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτηρέωlook out: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτηρέωlook out: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτηρέωlook out: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
2 ἐπιτηρεῖ
ἐπιτηρέωlook out: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτηρέωlook out: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτηρέωlook out: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπιτηρέωlook out: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
3 επιτήρει
ἐπιτηρέωlook out: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ἐπιτηρέωlook out: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ἐπιτηρέωlook out: imperf ind act 3rd sg (attic epic)ἐπιτηρέωlook out: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
4 ἐπιτήρει
ἐπιτηρέωlook out: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ἐπιτηρέωlook out: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ἐπιτηρέωlook out: imperf ind act 3rd sg (attic epic)ἐπιτηρέωlook out: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
5 συγκροτέω
A strike together, σ. τὼ χεῖρε clap the hands for joy, X.Cyr.2.2.5, Ath.10.420c;ταῖς χερσίν LXXNu.24.10
; smite them together in grief or anger, Luc.Somn.14; σ. τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τρόμου, ὑπὸ τοῦ κρύους, Id.JTr.45, Cat.20.2 abs., clap, applaud, Polem.Call.62; join in applauding, Eun.VSp.484B.:—[voice] Pass., to be applauded, X.Smp.8.1.2 metaph., σ. ὀνόματα weld words together into unities, Pl.Cra. 409c, 415d, 416b; of style, λέξις συγκεκροτημένη pithy, terse, D.H.Dem.18, Isoc.2, etc.c weld a number of men into one body, i.e. organize them,τὸν χορόν D.21.17
;σύνδειπνον Plu.2.528b
([voice] Pass.);πότον Luc. Gall.12
([voice] Pass.);ξυνωμοσίαν Id.Phal.1.4
;γάμους Ach.Tat.2.11
; esp. of military or naval forces, collect, levy, σ. δύναμιν, στράτευμα, Hdn.1.9.1, 2.14.6, cf. Aristid.2.157J.; μίαν Λάκαινάν τις ὑβρίζων κοινὸν πόλεμονἐφ' ἑαυτὸν συγκροτεῖ Chor.29.80
F.-R.:—[voice] Pass.,ἐκεῖνό μοι φράσον, εἰ πάλαι ξυγκροτεῖται αὐτοῖς ἡ ἔρις Luc.JTr.33
; πόλεμος.. ἐπὶ ὑπηκόους συνεκροτεῖτο was being waged against subjects, Chor.3.11 F.-R.d train, D.L.7.185:—[voice] Pass., ib.31: freq. in [tense] pf. part. [voice] Pass. συγκεκροτημένος, well-trained, disciplined, ναῦς συγκεκρ. X.HG6.2.12; ;εἰς πολεμικὴν ἄσκησιν Hdn.7.2.2
;συγκεκρ. πληρώματα Plb.1.61.3
;ἑταιρεῖαι Plu.Lys.13
.e ἐπιτήρει δὲ καὶ ἡμέραν καὶ ὥραν ἐν ᾗ συγκροτεῖται μάλιστα ὁ χρησμός on which the oracle works best, Astramps.Orac. p.3.f assist, help, συγκροτῆσε (i.e. - ῆσαι)τὸν εὐγενῆ Παῦλον POxy.1872.2
(v/vi A.D.); συγκροτεῖ·.. συμπράττει, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκροτέω
См. также в других словарях:
ἐπιτηρεῖ — ἐπιτηρέω look out pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπιτηρέω look out pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐπιτηρέω look out pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπιτηρέω look out pres ind act 3rd sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτήρει — ἐπιτηρέω look out pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐπιτηρέω look out pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐπιτηρέω look out imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἐπιτηρέω look out imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτηρητικός — ή, ό (Α ἐπιτηρητικός, ή, όν) [επιτηρητής] νεοελλ. κατάλληλος ή αρμόδιος να επιτηρεί, αυτός που έχει εντολή να επιτηρεί («επιτηρητικός στρατός» τμήμα στρατού που επιτηρεί τις κινήσεις τού εχθρού) αρχ. αυτός που παραμονεύει, που καιροφυλακτεί… … Dictionary of Greek
επιτηρητικός — ή, ό επίρρ. ά ο κατάλληλος να επιτηρεί ή που έχει εντολή να επιτηρεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίοπος — (I) ο (AM δίοπος) [διέπω] νεοελλ. ναυτ. κατώτερος βαθμοφόρος τού πολεμικού ναυτικού αντίστοιχος τού δεκανέα τού στρατού ξηράς αρχ. μσν. 1. κυβερνήτης 2. κυβερνήτης πλοίου 3. αυτός που επιστατεί στη φόρτωση πλοίου και επιτηρεί το φορτίο. (II)… … Dictionary of Greek
επιστάτης — ο (θηλ. επιστάτρια και επιστάτισσα) (AM ἐπιστάτης, ὁ θηλ. ἐπιστάτις) αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει κάτι νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος για την καθαριότητα κτηρίου (κυρίως σχολείου) 2. φρ. «επιστάτης κτήματος» ο υπεύθυνος για την καλλιέργεια … Dictionary of Greek
επιτηρώ — (AM ἐπιτηρῶ, έω) [τηρώ] νεοελλ. επιβλέπω, εποπτεύω μσν. προσέχω, προστατεύω κάποιον αρχ. μσν. 1. παραμονεύω, καιροφυλακτώ 2. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ αρχ. 1. επιθεωρώ, εποπτεύω, διοικώ 2. προσπαθώ ν’ ανακαλύψω κάτι («σὺ δ’ ἐπιτήρει τὸ βλάβος»… … Dictionary of Greek
εφορατικός — ἐφορατικός, ή, όν (Α) [εφορώ] επιτήδειος στο να επιτηρεί, να επιβλέπει … Dictionary of Greek
εφορευτικός — ή, ό [εφορεύω] 1. ο αρμόδιος στο να εφορεύει, να επιτηρεί, ο εποπτικός 2. φρ. «εφορευτική επιτροπή» η επιτροπή που εποπτεύει μια νόμιμη διαδικασία, κυρίως τη διεξαγωγή τών εκλογών … Dictionary of Greek
θεμισκόπος — θεμισκόπος, ον (Α) αυτός που επισκοπεί τον νόμο, αυτός που επιτηρεί τον νόμο, τη δικαιοσύνη και την τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + σκοπος (< σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. κατά σκοπος, οιωνο σκόπος] … Dictionary of Greek
λιμενοσκόπος — Προσωνυμία της Εκάτης, την οποία θεωρούσαν φύλακα και προστάτισσα των λιμανιών. Με την ίδια προσωνυμία λατρευόταν ο Δίας και ο Απόλλων σε διάφορες πόλεις, ως προστάτες των λιμανιών τους. * * * λιμενοσκόπος, ον (Α) (επίκληση τού Διός, τής… … Dictionary of Greek